Μανωλάς Εμμανουήλ, 11/05/1996
Περαστικά!
Ο ψυχίατρος Δ. Παπαδόπουλος άνοιξε την πόρτα του εξεταστηρίου του, μου έκανε
ένα φιλικό νεύμα για να περάσω μέσα και όπως περνούσα από δίπλα του για να μπω
στο ηχομονωμένο γραφείο τον άκουσα να απευθύνεται στην γραμματέα του: «Έχουμε
κάποιο έκτακτο περιστατικό;».
Η μελαγχροινή ιατρική βοηθός που εκτελούσε
με περισσή ικανότητα και τα καθήκοντα της γραμματέως είπε: «Τίποτε έκτακτο
γιατρέ. Τηλεφώνησε δυο φορές ο κύριος Κάπα, ξέρετε, αυτός που έχει την
φαντασίωση ότι είναι συγγραφέας, εκλιπαρώντας να του δώσω τον νέο αριθμό του
κινητού σας, αλλά δεν τον έδωσα».
«Καλά έκανες. Άλλωστε το ήξερες ότι εξ
αιτίας του άλλαξα αριθμό. Θα είμαι με τον κύριο Αξιώτη για την επόμενη ώρα.
Φρόντισε, σε παρακαλώ, ό,τι είναι απαραίτητο».
Ο
γιατρός μπήκε στο γραφείο και έκλεισε πίσω του την πόρτα. Πήρε τον υπέροχο
στυλό του μελάνης με την χρυσή πένα και άρχισε να γράφει με τον δικό του τρόπο
σε ένα σημειωματάριο τα στοιχεία που είχα δώσει στην βοηθό του όταν έκλεισα το
ραντεβού. Ακουγόταν μόνο μια απαλή, μινιμαλιστική μουσική. Ίσως ήταν Φίλιπ
Γκλας, αλλά δεν ήμουνα σίγουρος. Το κλιματιστικό κρατούσε δροσερό τον χώρο και
μου φαινόταν ότι πρόσθετε ένα υπόκωφο βουητό στην μουσική, σαν ένα φάσμα εξασθενημένου
λευκού θορύβου. Όλα μέσα στο δωμάτιο ήσαν μαύρα. Το μεγάλο γραφείο, τα ρούχα
του γιατρού, οι δερμάτινες πολυθρόνες, το ηχοσύστημα με τον λαμπάτο ενισχυτή,
τα τέσσερα ηχεία, το βάζο, το χαλί με τα γεωμετρικά σχέδια. Ένας Γαΐτης, με δεκάδες
ασπρόμαυρα όμοια αλλά και διαφορετικά ανθρωπάκια που ακολουθούσαν έναν γαλάζιο
άγγελο, ήταν μια ευχάριστη πινελιά χρώματος στον τοίχο. Η γραμματέας άνοιξε την
πόρτα και έφερε έναν μυρωδάτο ιρλανδέζικο καφέ για τον γιατρό και έναν διπλό
εσπρέσο για μένα. (Η προτίμησή μου περιλαμβάνονταν στα στοιχεία που μου είχε
ζητήσει.) Κινήθηκε πολύ διακριτικά χωρίς να κοιτάξει κανέναν στα μάτια,
τοποθέτησε τα μαύρα οκτάγωνα σερβίτσια έτσι που να τα φτάνουμε χωρίς προσπάθεια
και έφυγε αθόρυβα. Ο καφές μου ήταν άψογος.
Ο γιατρός μου είπε: «Δεν
σου κρύβω ότι η περίπτωσή σου μου έχει κινήσει το ενδιαφέρον. Θέλω λοιπόν να
μου παραθέσεις με κάθε λεπτομέρεια όλα τα στοιχεία που σε οδήγησαν να ζητήσεις
ιατρική βοήθεια για αυτό που θεωρείς πρόβλημά σου. Θα αρχίσεις από τα πιο παλιά
περιστατικά και θα φτάσεις διαδοχικά στα σημερινά, ώστε να σχηματίσω μια ολοκληρωμένη
εικόνα. Θα μου πεις τι περιοδικά διάβαζες και τι βιβλία και αν επηρέαζαν τη ζωή
σου. Θέλω να αναφέρεις κατά την αφήγησή σου οποιαδήποτε συνειρμική σκέψη σου
παρουσιάζεται, χωρίς να διστάσεις νομίζοντας ότι είναι άσχετη. Η δική μου
φροντίδα είναι να αξιολογήσω με τις μεθόδους της επιστήμης μου τα φαινομενικά
άσχετα στοιχεία, για να προσδιορίσω στην συνέχεια τον τρόπο αντιμετώπισης του
προβλήματος.» Ο γιατρός μου χαμογέλασε. «Ξεκίνα!»
Εγώ
συμμάζεψα τις σκέψεις μου και άρχισα την αφήγηση: «Μου άρεσε το διάβασμα από τότε
που ήμουν μικρός, πριν από περίπου σαράντα χρόνια. Μόλις έβλεπα στο δρόμο ένα
κομμάτι χαρτί να το παρασέρνει ο αέρας, το μάζευα για να το διαβάσω. Διέθεσα
πολλές ώρες διαβάζοντας μισοτελειωμένα κείμενα και τελειώνοντάς τα με την
φαντασία μου. Ας μη συζητήσουμε για τις ώρες που πέρασα στην τουαλέτα (τότε
λέγαμε στο μέρος) διαβάζοντας τα χαρτιά που έκοβε τετράγωνα ο παππούς για να
σκουπιζόμαστε, (βλέπετε, δεν υπήρχε χαρτί
υγείας εκείνη την εποχή). Η γιαγιά ανησυχούσε και με ρωτούσε έξω από την
πόρτα, μήπως είχα πάθει τίποτε. Τελικά μου κόψανε την συνήθεια αυτή, βάζοντας
άσπρα χαρτιά στο άγκιστρο.
Τα βιβλία και περιοδικά που αγόραζα ήθελα να
τα διατηρώ σαν καινούρια».
Ο γιατρός με διέκοψε: «Σε ενοχλεί όταν σου
τσαλακώνουν ένα περιοδικό ή όταν κάποιος διαβάσει την εφημερίδα σου πριν από
σένα;»
Ξαφνιάστηκα από την οξυδερκή παρατήρησή του.
(Μετά όμως σκέφτηκα ότι θα ήταν συνηθισμένη παραξενιά των πελατών του, οπότε
ήταν φυσιολογικό που ρώτησε). «Με ενοχλούσε πάρα πολύ, και κάνω τα τελευταία
χρόνια προσπάθεια, όταν τα παιδιά μου ζητούν την εφημερίδα μου που μόλις
αγόρασα, να αδιαφορώ, κρίνοντας ότι είναι προτιμότερο να διαβάζουν όταν θέλουν
από το να εμποδίζονται να διαβάσουν. Τα έντυπα, λοιπόν, που αγόραζα τότε, με σημαντικές
στερήσεις μπορώ να πω, με είχαν ταξιδέψει σε άγνωστους και συναρπαστικούς
κόσμους. Και όχι μόνο μια φορά, γιατί μπορούσα να κάνω ξανά και ξανά τις ίδιες
διαδρομές και να νιώθω τις αγωνίες και τις χαρές των ηρώων. Ήμουν παιδί με
έντονη φαντασία και μπορούσα να ταυτιστώ εύκολα μ' αυτούς. Όταν έβρισκε τα
περιοδικά η γιαγιά μου, καθάριζε μέσα τους τα ψάρια και τα πετούσε στα
σκουπίδια. Εγώ τελικά για να καταφέρω να τα διασώσω, έκρυβα τα περιοδικά σε
ρολό κάτω από τα κεραμίδια και έντυνα τα βιβλία με μπλε κόλλα οπότε μοιάζανε
όπως τα άλλα, τα σχολικά, που είχα στη σάκα μου.
Εκείνη την εποχή μπορούσα να διαβάσω διάφορα
έντυπα, όχι ακριβώς φθηνά αλλά πάντως προσιτά, που με προσκαλούσαν σε
περιπέτειες κρεμασμένα με μανταλάκια έξω από τα περίπτερα. Όσα δεν ήσαν εντελώς
ασπρόμαυρα, είχαν μονόχρωμη εκτύπωση στο ένα μέρος του δεκαεξασέλιδου. Θα
προσπαθήσω να θυμηθώ μερικούς από τους τίτλους και τα πρόσωπα εκείνων των
εκδόσεων…
Υπήρχε ο Μικρός Ήρωας, (του Στέλιου Ανεμοδουρά) με τον Γιώργο Θαλάσση το παιδί Φάντασμα, την
ηρωική Κατερίνα, τον αχόρταγο Σπίθα και τα άλλα παιδιά που έδειχναν
πώς αντιστέκεται κανείς στους Γερμανούς και Ιταλούς εισβολείς, στην καταπίεση
και στο άδικο.
Ο τρόπος που ο Καραγκιόζης (ο
μαυρομάτης) αντιστεκόταν στους Τούρκους κατακτητές, όπως περιγραφόταν σε
εκδόσεις διαφόρων (π.χ. του Ρέκου),
ήταν λίγο διαφορετικός, αστείος, κουτοπόνηρος και αποτελεσματικός στο να θρέψει
την οικογένεια. Έκανα παραστάσεις Καραγκιόζη με εισιτήριο μια εικοσάρα, στην
αυλή του σπιτιού μου πίσω από ένα σεντόνι κρεμασμένο στο σύρμα για το άπλωμα
των ρούχων, με δυο λάμπες πετρελαίου πάνω σε καφάσια, με διάτρητες φιγούρες από
κοντραπλακέ κεντημένες με το στρογγυλό πριονάκι της ξυλοκοπτικής, δεξιά το
σεράι του βεζίρη, αριστερά η καλύβα, και με αρκετή επιτυχία τολμώ να πω, επειδή
μπορούσα να μιμούμαι τις διαφορετικές φωνές των ηρώων, του Μπαρμπα-Γιώργου, του σιορ-Διονύση,
του Μορφονιού, του Χατζηαβάτη.
Σε άλλο στυλ ήταν ο Γκαούρ - Ταρζάν,
όπου ο λευκόδερμος ευγενής βασιλιάς της ζούγκλας Ταρζάν, (δημιούργημα του συγγραφέα Εντγκαρ Ράις Μπάροους), είχε άξιο σύμμαχο και ενίοτε αντίπαλο τον
μελαμψό γιγαντόσωμο έλληνα (όχι παίζουμε ! ) με το όνομα και πιθανώς τη δύναμη
του αφρικανικού βοδιού Γκαούρ. Στην
παρέα τους βρίσκονταν οι όμορφες και ελαφροντυμένες Τζέιν (άσπρη για τον Ταρζάν)
και Ταταμπού (μελαμψή για τον Γκαούρ) και το "κωμικό"
ζευγάρι ο Ποκοπίκο και η Χουχού (κάτι σαν τον Ζαχαρία και την Χοντρή του σκιτσογράφου Γαλλία
στο περιοδικό Θησαυρός, αν ξέρετε).
Αστυνομικές περιπέτειες διάβαζα στην Μάσκα
(του Δημήτρη Χανού) και στην Μασκούλα,
και θυμάμαι τον Λέμι Κόσιον, παιδί
τζιμάνι (G-man ο κυβερνητικός υπάλληλος) οπλισμένο με το λουγκεράκι του και την
μάνα του πάντα έτοιμη να φορέσει τις πλερέζες του πένθους, τον επιστημονικά
καταρτισμένο Πράκτορα-Χ έτοιμο να
εφεύρει ο,τιδήποτε του χρειαζόταν, και πολλούς άλλους κλέφτες κι αστυνόμους. Τα
περιοδικά αυτά ήσαν ρητά απαγορευμένα από γονείς και δασκάλους, οπότε τα
διάβαζα κρυφά.
Φυσικά υπήρχε το περιοδικό Μίκυ Μάους
με ήρωες τα γνωστά ζώα του Γουόλτ Ντίσνεϊ.
Αυτά είχαν συνήθως όνομα και επώνυμο με ίδια αρχικά γράμματα και το επώνυμο να
δηλώνει (αγγλικά) τι ζώο είναι, π.χ. Μίκυ Μάους (mouse το ποντίκι), Κλάραμπελ
Κάου (cow η αγελάδα), Ντόναλντ Ντακ (duck η πάπια). Τότε δεν μου περνούσε από
το μυαλό ότι ο θείος Γουόλτ μας παρουσίαζε συνήθως έναν παράξενο κόσμο χωρίς
συζύγους και χωρίς εργάτες για να αποφύγει τα οικογενειακά δράματα και τις
ταξικές συγκρούσεις, αλλά δεν θα το συζητήσουμε αυτό τώρα.
Άλλες σειρές παιδικών περιοδικών που
κυκλοφορούσαν ήσαν οι Χαρούμενες Ιστορίες με την Μικρή Λουλού και τον Τάμπι
και πολλούς άλλους και Το Δικό Μου με ιστοριούλες εικονογραφημένες και
πεζά κείμενα και τα Μικρά Εικονογραφημένα Κλασσικά με ωραία παραμύθια, όπως ο Μαγεμένος Αυλός, Τα τρία δώρα, Η Χρυσομαλλούσα και οι τρεις αρκούδες, κλπ, και τα Κλασσικά
Εικονογραφημένα, με εκατοντάδες αριστουργήματα (και μη) της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Τώρα, όταν λέμε παγκόσμιας, εννοούμε κυρίως ευρωπαϊκής και αμερικάνικης. Ορισμένα
τεύχη δεν είχαν προσεγμένη εικονογράφηση, αλλά μερικά τεύχη είναι έργα τέχνης.
Αν ρίξετε μια ματιά στις τεχνοτροπίες που χρησιμοποιεί ο σχεδιαστής του Ηρακλή, θα καταλάβετε τι εννοώ.
Τώρα που είπα για Κλασσικά, έχετε
παρατηρήσει ότι οι ξένοι πήρανε δάνειο από τα Ελληνικά την λέξη κλασικό με ένα σίγμα, την γράψανε
classic, και μετά την πήραμε εμείς ως αντιδάνειο και την γράφουμε με δύο σίγμα κλασσικό; Πολύ μου αρέσουν γιατρέ μου τα
αντιδάνεια. Ο υδραυλικός επισκευάζει το φλοτέρ
στο καζανάκι, όχι τον πλωτήρα. Το
μικρό κομμάτι μέταλλο που κρέμεται με αλυσίδα στο λαιμό είναι μετάλλιον για τους αθλητές αλλά μενταγιόν για τις κυρίες. Η δισκοθήκη είναι το έπιπλο όπου
τοποθετούμε δίσκους, ενώ η ντισκοτέκ
είναι μαγαζί για να χορεύουμε».
Ο ψυχίατρος δεν έδειξε ανυπομονησία, ούτε
άλλαξε στάση στο σώμα του, αλλά αντιλήφθηκα ότι είχε σταματήσει να κρατάει
σημειώσεις.
«Συγγνώμη που λοξοδρόμησα λιγάκι», είπα
χαμογελώντας αμήχανα. «Συνεχίζω με περιοδικά. Βγήκε στα περίπτερα το Χτυποκάρδι
με ακατάλληλα θέματα που είχαν στόχο την σεξουαλική επιμόρφωση των νέων, όπου
μετά την απαγόρευση της κυκλοφορίας του, οι επινοητικοί εκδότες βγάλανε το Καρδιοχτύπι.
Ή μήπως έγινε το αντίστροφο; Μου διαφεύγει αυτή η λεπτομέρεια». Ήπια ακόμη
λίγον από τον καφέ μου, αναρωτήθηκα τι να κάνει άραγε η γραμματεύς τόση ώρα
μόνη της, και συνέχισα.
«Κυκλοφόρησε το πολύ καλό περιοδικό Αστερίξ,
όπου διάβαζα σε συνέχειες μερικές από τις δημιουργίες του μεγάλου Γκοσινί.
(Τον λέω μεγάλο γιατί έγραψε υπέροχα σενάρια για ήρωες καρτούν δικούς του και
ξένους). Γνώρισα τον μικρόσωμο και πανέξυπνο Γαλάτη επαναστάτη Αστερίξ [από το τυπογραφικό σύμβολο
αστερίσκος *], που μαζί με τον ακαταμάχητο φίλο του και κατασκευαστή
μενίρ Οβελίξ [από το τυπογραφικό
σύμβολο οβελίσκος p] χτυπάνε αλύπητα (ενωμένη η διανόηση με την εργατιά;) τους
τρελούς Ρωμαίους κατακτητές και σε κάθε ιστορία απαραιτήτως βυθίζουν το πλοίο
του κουρσάρου Μπαρμπαρόσα (Barba
Rossa η κόκκινη γενειάδα) γνωστού και ως Κοκκινογένη,
που οι δικές του περιπέτειες δημοσιευόντουσαν μαζί με τις περιπέτειες του
Αστερίξ σε διπλανές σελίδες του γαλλικού περιοδικού Πιλότ.
Γνώρισα εκεί και τον ιρακινό δολοπλόκο
βεζίρη Ιζνογκούντ [is no good, δεν
είναι καλός], που επιμένει να γίνει χαλίφης στην θέση του Χαλίφη.
Παράλληλα κυκλοφόρησε το περιοδικό ΤενΤέν,
με παράξενες περιπέτειες που δημιούργησε ο Βέλγος Ερζέ (R. G.), γεμάτες
απρόοπτα, κρυμμένους θησαυρούς, και στο βάθος αδιόρατον για το παιδικό μάτι
αντικομμουνιστικό πολιτικό σχολιασμό. Γνώρισα εκεί τον νεαρούλη τολμηρό
δημοσιογράφο ΤενΤέν, την σκυλίτσα του Μιλού,
τον φίλο του καπετάνιο Χάντοκ με την ανεξάντλητη
ποικιλία στο βρισίδι, τον αστυνομικό Ντιπόν
και τον αστυνομικό Ντιπόντ, τον αφηρημένο
καθηγητή Τουρνεσόλ, την υπέρβαρη
τραγουδίστρια Κασταφιόρε, τον
κακοποιό με το ύποπτο όνομα Ρασταπόπουλος
και πολλούς άλλους.
Φαινομενικά σε διαφορετικό στυλ, αλλά
ουσιαστικά με κρυφο – αναρχικό καλαμπούρι βγήκε το περιοδικό Λούκι Λουκ.
Τον ομώνυμο μοναχικό καβαλάρη και το ομιλητικό άλογό του Ντόλι, επινόησε και ζωγράφιζε αρχικά ο Βέλγος θαυμαστής των
καουμπόηδων Μορίς ντε Μπέβερε, γνωστότερος ως Μόρις. Ο Μόρις τον είπε Λάκι (lucky ο τυχερός), αλλά η τύχη του
χάθηκε με την μετάφραση μέσα στο λούκι. Αργότερα ο Γκοσινί κάλεσε τον Μόρις στο Παρίσι, του έγραψε καλύτερα σενάρια
και χρησιμοποίησαν τον καλλιτέχνη Ιντερζό
για καλύτερη σχεδίαση. Ο Λούκι Λουκ, ο άνθρωπος που πυροβολεί ταχύτερα από τον
ίσκιο του χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση για να χώσει στην φυλακή τους
παράνομους, αλλά στο τέλος της ιστορίας τραγουδώντας προχωρεί μόνος προς το
ηλιοβασίλεμα. Η επιτυχία ήταν τεράστια, κυρίως λόγω χιούμορ και όχι επειδή πιστέψαμε
ότι το εξάσφαιρο είναι το μόνο που μπορεί να πείσει. (Τώρα βέβαια μπορεί και να
έχω άδικο…). Οι κακοποιοί Ντάλτονς μπορούν
να βεβαιώσουν ότι ο δρόμος για την επιτυχία δεν είναι ανθόσπαρτος, ακόμη κι αν
ακούει κανείς πάντα τη μαμά του (αναφέρομαι στο επεισόδιο Μαμά Ντάλτον). Με την ευκαιρία, ξέρετε αν χρησιμοποιούσαμε την
έκφραση ψηλός και άμυαλος πριν από
την εμφάνιση του Άβερελ;»
«Νομίζω ότι υπάρχει μια παλιά τούρκικη
έκφραση, δεν τη θυμάμαι, αλλά αυτό είναι χωρίς σημασία, συνέχισε σε παρακαλώ,
πάμε πολύ καλά».
Αυτό ήταν ενθαρρυντικό, γιατί αναρωτιόμουνα
μήπως ήταν κουραστικός ο μονόλογος με τις αναμνήσεις μου. «Άλλες ιστορίες που
θυμάμαι είναι με τον ινδιάνο Ουμπαπά,
που έρχεται στην Γαλλία και βρίσκει περίεργα τα έθιμα των λευκών, οι
χιουμοριστικές ιστορίες του Αχιλλέα Ταλόν
[η αχίλλειος πτέρνα], και όσες ιστορίες από τον σκιτσογράφο Γκοτλίμπ επιτρεπόντουσαν για τους
αναγνώστες μικρής ηλικίας. Έζησα στο δάσος μαζί με τα μικρά γαλάζια Στρμπφ
(STRMPF), δημιουργημένα από τον Πεγιό,
που έγιναν αργότερα γνωστά στην Ελλάδα ως Στρουμφάκια, και ταξίδεψα στον χρόνο
μαζί με τον ατρόμητο Βαλέριαν, (η
βαλεριάνα είναι νομίζω ένα ψυχοτρόπο κατευναστικό;)», ο γιατρός ένευσε
καταφατικά, «και αντιμετώπισα ζόρικες καουμπόικες περιπέτειες με τον Μπλούμπερι (που νομίζω ότι ήταν η πρώτη
δουλειά του διάσημου σχεδιαστή Μέμπιους),
και πέταξα μαζί με τους πιλότους Τανγκί
και Λαβερντίρ, και γέλασα με τις
γελοιογραφίες του Χοβίβ.
Μια τελείως διαφορετική τροπή στην
θεματολογία των ιστοριών, καθώς και μια ακατανίκητη επιθυμία σε μένα να συλλέγω
όλα τα τεύχη, παρουσιάστηκε με το περιοδικάκι Υπεράνθρωπος, (του Στέλιου Ανεμοδουρά), με ελληνότροπη παρουσίαση
των καθημερινών περιπετειών που αντιμετωπίζει ένας προικισμένος οικογενειάρχης,
όπου ο ίδιος, ο γιος του Κεραυνός και η κόρη του Αστραπή έχουν μια υπερφυσική
ιδιαιτερότητα που λείπει από την μητέρα. Για να γελάσουμε με τους
μειονεκτούντες υπάρχει και ένας αστείος θείος Κοντοστούπης. (Τώρα θυμήθηκα εκείνο το μαγαζί με τα φλιπεράκια, τα
ποδοσφαιράκια και τα μπιλιάρδα στην οδό Κορίνθου στην Πάτρα με την πινακίδα Κέντρο Ψυχαγωγίας Ο Ανάπηρος...).
Θυμάμαι με πόση λαχτάρα περίμενα να κυκλοφορήσει ο Ταν ο Υπερκόσμιος,
(του Γιώργου Μαρμαρίδη) με
διαπλανητικές περιπέτειες και το Ιπτάμενο Βέλος, (του ίδιου), με ταξίδια
στον χρόνο, και ο Πλανητάνθρωπος, (του ίδιου), όπου ένα αγνό ηθικό κλπ
παλικάρι παίρνει υπερφυσικές ικανότητες από έναν εξωγήινο υπεραιωνόβιο γέροντα
για να προστατεύει την Γη, αλλά ο φοβητσιάρης δίδυμος αδελφός του Πατατράκ μένει όπως ήταν για να μας
διασκεδάζει.
Και τελικά εμφανίστηκαν από τον εκδοτικό
οίκο Ατλαντίδα Τα Καλύτερα Κόμικς,
μόνο εκατόν τριάντα έξι τεύχη με επιλεγμένες ιστορίες από τα χιλιάδες τεύχη των
αμερικάνικων εκδόσεων DC comics, με ήρωες που είχαν διχασμένες
προσωπικότητες (επινοημένους και ζωγραφισμένους από τους σχεδιαστές Καρμίνε Ινφαντίνο, Μπομπ Κέιν, και πολλούς άλλους), όπως τον αδέξιο δημοσιογράφο Κλαρκ
Κεντ αλλά και Υπεράνθρωπο (αργότερα
έμαθα να τον λέω Σούπερμαν), που όταν
συναντούσε μια γυναίκα με αρχικά ονόματος Λ - Λ γνώριζα ότι θα πλεκόταν ειδύλλιο,
π.χ. τη συμμαθήτρια Λάνα Λανγκ, τη συνάδελφο δημοσιογράφο Λόις Λέιν, τη γοργόνα
Λώρα Λεμάρις. Ή όπως τον επιχειρηματία Μπρους Γουέιν αλλά και Νυχτερίδα (αργότερα Μπάτμαν), που πολεμούσε με ένα σωρό μαραφέτια τους εγκληματίες.
Ακόμη συνάντησα εκεί τον αρχαιολόγο Παράξενο Αδάμ που, προσπαθώντας να
ξεφύγει από άγριους στην νότια Αμερική χτυπήθηκε από την ακτίνα Ζήτα και
μεταφέρθηκε 4.3 έτη φωτός μακριά, στον πλανήτη Ραν».
«Όταν λες ότι τον συνάντησες τι ακριβώς
εννοείς;»
«Εννοώ ότι όσο αληθινός είναι μέσα στο μυαλό
μου ο Αχιλλέας των Μυρμιδόνων που διάβασα γι’ αυτόν σε ένα βιβλίο που ο
συγγραφέας του έγραφε ότι ο φτεροπόδαρος ήρωας ήτανε άτρωτος γιατί η μαμά του
θεά Θέτις τον είχε βουτήξει στην λίμνη Στύγα, άλλο τόσο αληθινός μέσα στο μυαλό
μου είναι ο ήρωας Αδάμ Παράξενος που διάβασα γι’ αυτόν σε ένα βιβλίο που ο
συγγραφέας του έγραφε για τις εξωγήινες περιπέτειές του.
Ο Αδάμ, λοιπόν, επανειλημμένα βοήθησε με την
εξυπνάδα του τον κυβερνήτη της Ράναγκαρ Σαρντάθ να σώσει τον πλανήτη και τελικά
αγάπησε και παντρεύτηκε την κόρη του Αλάνκα
(το κανονικό της είναι Αλάννα, αλλά το αποφύγανε γιατί στα Ελληνικά ακούγεται
άσχημα). Γνώρισα έναν αστυνομικό υπερκινητικό, τον άνθρωπο – Αστραπή (αργότερα Φλας), και την καλλίγραμμη γυναίκα Θαύμα
(αργότερα Γουόντερ Γούμαν), και το πράσινο Βέλος και τον πράσινο Φανό μαζί με
ολόκληρο το Συνδικάτο της Νεμέσεως, και τον Τόμμυ Αυριανό και άλλους πολλούς
ήρωες με ειδικές ικανότητες αλλά και ειδικές αδυναμίες. Μου άρεσαν πάρα πολύ οι
ιστορίες του Μουσείου του Διαστήματος που τις κρίνω ως εξαιρετικές. Ένας
συμμαθητής μου στο Γυμνάσιο αγόραζε κόμικς στην αγγλική γλώσσα και μου τα
δάνειζε και προσπαθούσα να τα διαβάσω. Εκεί διαπίστωσα ότι τα ανταγωνιστικά Marvel
comics είχαν άλλους πρωταγωνιστές, ίσως λιγότερο γοητευτικούς, όπως ο άνθρωπος - Αράχνη αργότερα Σπάιντερμαν, ο τερατώδης απίστευτος Χαλκ κλπ.
Η γιαγιά μου, για να μην παραμελώ τα
μαθήματά μου, με ανάγκασε τρεις φορές να χαρίσω ή να πουλήσω Τα Καλύτερα
Κόμικς, αλλά τα ξαναγόραζα. Για να μη τα χάσω τέταρτη φορά, αποφάσισα να τα
δώσω σε βιβλιοδετείο για να γίνουν τόμοι. Όταν πήγα να τα παραλάβω μετά από
έναν μήνα, οι εργάτες χτίζανε ένα νέο κτίριο στον χώρο που υπήρχε το οίκημα με
το βιβλιοδετείο. Δεν μπορούσα να το πιστέψω! Το βιβλιοδετείο με τα περιοδικά μου είχε εξαφανιστεί! Έμεινα
αποσβολωμένος και παρατηρούσα τους εργάτες να ανεβάζουν τα γεμάτα πηλοφόρια στη
σκαλωσιά. Ρώτησα, αλλά φυσικά, οι εργάτες δεν γνώριζαν τίποτε σχετικό.
Τρία χρόνια μετά, κατέβηκα από το λεωφορείο
κατά λάθος μια στάση νωρίτερα, όπως πήγαινα επίσκεψη σε ένα θείο μου
υποδηματοποιό στην οδό Λένορμαν, και βαδίζοντας αμέριμνος στο πεζοδρόμιο είδα
σε ένα ημιυπόγειο την επιγραφή Βιβλιοδετείο
Πυρομάλλη. Κατέβηκα διστακτικά τα λιγοστά σκαλάκια προσπαθώντας να δω μέσα
στο μισοσκόταδο. Πάγκοι παντού και ο πιο κοντινός είχε μια σειρά τόμους όρθιους
δεμένους αλλά χωρίς εξώφυλλα. "Γεια σας. Είχα δώσει αυτά τα κόμικς για
δέσιμο", είπα στον κύριο που εμφανίστηκε από το σκοτεινό βάθος του
μαγαζιού.
"Σχεδόν έτοιμα είναι", μου είπε,
"αλλά δεν θυμόμουνα τι άλλο εκτός από τα αρχικά ήθελες να γράψω στις
ράχες". Το θέμα έληξε αίσια και σήμερα βρίσκονται οι τόμοι στη βιβλιοθήκη
μου. Δεν γνωρίζω αν ταλαιπωρήθηκε με άλλες μετακομίσεις ο βιβλιοδέτης.
Από όλα αυτά τα περιοδικά που σας
περιέγραψα, όπως έχετε καταλάβει, μου άρεσαν πιο πολύ τα κόμικς και ειδικότερα
αυτά που είχαν ιστορίες επιστημονικής φαντασίας (ΕΦ). Βέβαια τα κόμικς έχουν
αποσπασματική αφήγηση και η παρουσία της εικόνας περιορίζει την λειτουργία της
φαντασίας, όμως όταν κυκλοφόρησαν τα τέσσερα Βιβλία του Μέλλοντος, ήμουν πια σίγουρος ότι στα κείμενα της ΕΦ θα
μπορούσα να βρω αφενός μεν την ευχαρίστηση της καλής λογοτεχνίας, και αφετέρου
ερωτήματα που σε παρακινούν να σκέφτεσαι. Κάποια βιβλία που βρίσκονταν στην
βιβλιοθήκη του σπιτιού, όπως ο Ζαν Κριστόφ του Ρομέν Ρολάν, Η Πείνα του Κνουτ
Χάμσουν, Ο Γέρος και η Θάλασσα του Έρνεστ Χεμινγουέι, Η Θύελλα του Ηλία Έρενμπουργκ , Η Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά της Χάριετ Μπίτσερ Στόου και μερικά του Ιούλιου Βερν δεν ήσαν αρκετά τραβηχτικά
για το γούστο μου. Έτσι, όταν βρέθηκα στο Πανεπιστήμιο, άρχισα να ψάχνω στην
Βιβλιοθήκη του και σε άλλες βιβλιοθήκες της πόλης που σπούδαζα για να βρω
σχετικά με την ΕΦ βιβλία και άρχισα να γνωρίζω τα θέματα και να αναγνωρίζω το
ύφος των συγγραφέων.
Βρέθηκα σε μια φάση όπου διαβάζω μετά μανίας
Α. Ε. Βαν Βογκτ, Άρθουρ Κλαρκ, Ρέι Μπράντμπερι, Φρανκ Χέρμπερτ, Ρόμπερτ Σίλβερμπεργκ,
Ρόμπερτ Χενλάιν, Φίλιπ Κ. Ντικ και πολλούς άλλους. Διαπίστωσα μια έλξη προς
τις ιστορίες σκληρής ΕΦ, όπου όλα όσα αναφέρονται έχουν ένα θεωρητικό υπόβαθρο
τόσο σωστό, που να μη μπορεί κανείς να το αντικρούσει επιστημονικά.
Παραδείγματα είναι ο άψογος υπολογισμός για το πότε θα φτάσει η απειλή στη Γη,
στο βιβλίο The Black Cloud [Το Μαύρο Σύννεφο] του αστρονόμου Φρεντ Χόιλ, ή οι συναρπαστικές
κατασκευές κόσμων, στα βιβλία Ringworld [ο Δακτυλιόκοσμος] και Ringworld
Engineers [Οι μηχανικοί του Δακτυλιόκοσμου] του μαθηματικού Λάρι Νίβεν. Ένας φίλος βιολόγος μου
δάνεισε κάποτε μια τριλογία του 'Αιζακ
Άσιμοφ (στην Ελλάδα πιστεύαμε ότι ο συγγραφέας λεγόταν Ισαάκ Ασίμοφ), με
τίτλους Foundation [το Ίδρυμα], Foundation and Empire [το Ίδρυμα
και η Αυτοκρατορία], Second Foundation [το Δεύτερο Ίδρυμα]. Διάβασα τα
τρία βιβλία κάποια Κυριακή, από την ώρα που ξύπνησα το πρωί, μέχρι που τα
τελείωσα το βραδάκι, χωρίς να σηκωθώ από το κρεβάτι (και ενώ υπήρχαν πιεστικές
ανάγκες) ώσπου να μάθω στην τελευταία
λέξη της τελευταίας πρότασης του τρίτου βιβλίου σε ποιο μέρος βρισκόταν
το δεύτερο Ίδρυμα».
«Έχω διαβάσει αρκετά βιβλία του Άσιμοφ»,
είπε ο γιατρός, «και ήταν πολύ ενδιαφέρουσα η μέθοδος της ψυχοϊστορίας του Χάρι Σέλντον, με την οποία προέβλεπε
μελλοντικές εξελίξεις».
«Αν μπορεί κάποιος να ζήσει μια χιλιόχρονη
περιπέτεια μέσα σε μια μέρα, δεν χρειάζεται τίποτε άλλο» συμφώνησα εγώ. «Αυτή
τη χαρά μόνο η ΕΦ μπορεί να την προσφέρει. Αλλά εκτός από την χαρά του
διαβάσματος άρχισαν να εμφανίζονται και τα πρώτα σύννεφα.
Οι Τεχνικές
Εκδόσεις αποφάσισαν να εκδώσουν ένα περιοδικό επιστήμης (το μισό) και ΕΦ
(το άλλο μισό) με όνομα Αναλόγιο [που είναι το στήριγμα των βιβλίων για
να τα διαβάσουμε, αλλά επίσης ήταν ένα επιτυχημένο στο εξωτερικό παρόμοιο
περιοδικό με το όνομα Analog]. Πολύ ενδιαφέρον μείγμα. Έστειλα μια μετάφραση
του διηγήματος σκληρής ΕΦ Άστρο Νετρονίων
του Λάρι Νίβεν που δημοσιεύτηκε
ανώνυμα. Όλα πήγαιναν πολύ καλά. Μετά από μερικά τεύχη προκήρυξαν έναν
διαγωνισμό σύντομου διηγήματος ΕΦ. Τότε θέλησα να δοκιμάσω να γράψω κάτι που να
είναι πρωτότυπο (για να έχει ελπίδες πρόκρισης), να έχει κάποιο ερώτημα (ώστε
να σκέφτεται ο αναγνώστης), να είναι σύντομο (εδώ το παράκανα, σαν τηλεγράφημα
έμοιαζε), και να έχει αποκάλυψη της αλήθειας στο τέλος, όπως έκανε στα βιβλία
του ο Άσιμοφ. Το έγραψα, το έστειλα, και το
περιοδικό Αναλόγιο που το δημοσίευσε δεν ξανακυκλοφόρησε. Η προφανής
οικονομοτεχνική εξήγηση, λίγοι οι αγοραστές πολλά τα έξοδα, ήταν αρκετά
πειστική.
Τότε περίπου κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του
περιοδικού ΕΦ Ανδρομέδα, όπου ο Χρήστος
Λάζος (εκδόσεις Χρυσή Τομή, χαράκτης, ιστορικός συγγραφέας), ο Μάκης Πανώριος (ηθοποιός, συγγραφέας,
καλλιτέχνης σχεδιαστής), ο Δημήτρης Παναγιωτάτος (συγγραφέας, σκηνοθέτης)
και άλλοι έκαναν μια προσπάθεια αξιόλογη για να σταθεί ένα περιοδικό με θέματα
αποκλειστικά αυτού του χώρου. Έστειλα μια επαινετική επιστολή. Το δεύτερο τεύχος της Ανδρομέδας δεν κυκλοφόρησε.
Έπεσε στα χέρια μου ένα περιοδικό Computer
Answers [απαντήσεις σχετικές με Η/Υ] από την Μεγάλη Βρετανία, που είχε έναν
διαγωνισμό επιδιόρθωσης προγράμματος με βραβείο έναν προσωπικό υπολογιστή Victor 9000. Μας έδιναν ένα συγκεκριμένο
πρόγραμμα και επεξηγούσαν τι ακριβώς ήθελαν να κάνει. Επειδή το πρόγραμμα δεν
λειτουργούσε σωστά, έπρεπε να διορθωθεί κατάλληλα. Για να δυσκολέψουν τα
πράγματα οι διοργανωτές έβαζαν ένα μικρό όριο στο πλήθος των αλλαγών που
επιτρεπόταν να κάνει κανείς, έτσι που να είναι σχεδόν ακατόρθωτο να βρεθεί
επιστήμονας με αρκετή φαντασία ώστε να επισκευάσει το πρόγραμμα (νομίζανε!...).
Ο νικητής θα ήταν ένας, με κλήρωση. Έστειλα τη λύση με συστημένη επιστολή. Το περιοδικό με το όνομα του νικητή δεν
κυκλοφόρησε. Ο εκδοτικός οίκος άρχισε την έκδοση ενός άλλου σχετικού
περιοδικού. Τι στο καλό, δεν είχαν λεφτά για έναν υπολογιστή ή έφταιγε κάτι
άλλο;
Άρχισαν να με ζώνουνε τα φίδια. (Πού είναι ο
Λαοκόοντας ως ειδικός να βοηθήσει;). Δεν με ένοιαξε τόσο που δεν πήρα τον
υπολογιστή, αλλά άρχισα να σκέφτομαι περίεργα πράγματα. Όσο πιο πολλή ΕΦ
διαβάζει κανείς, τόσο πιο περίπλοκα μπορεί να σκέφτεται. Η σκέψη μου ταξίδεψε
πίσω στο χρόνο και θυμήθηκα ότι ένα
περιοδικάκι που έβγαλαν κάποιοι συμμαθητές μου στο Γυμνάσιο με τίτλο Φλόγα,
και στο οποίο είχα γράψει τη σελίδα με τους γρίφους, δεν έβγαλε δεύτερο τεύχος.
Μια πιο περίεργη περίπτωση ήταν τότε που
θέλησα για πρώτη φορά στη ζωή μου να δημοσιεύσω αγγελία σε εφημερίδα. Διάλεξα
την Βραδυνή, έγραψα το κείμενο (θα έκανα μαθήματα σε μαθητές Γυμνασίου),
και το πήγα στην εφημερίδα. Πλήρωσα, μου είπαν πότε θα δημοσιευτεί και περίμενα
να δω την αγγελία μου δημοσιευμένη. Δεν τα κατάφερα. Η κυβέρνηση έκανε εκείνη την ημέρα κατάσχεση των εκτυπωμένων φύλλων και
ανέστειλε την έκδοση της εφημερίδας. Υποθέτω ότι θα είχε τους λόγους της.
Εγώ όμως άρχισα να έχω αισθήματα ενοχής.
Μισοαστεία - μισοσοβαρά το συζήτησα με
μερικούς φίλους. Μου είπαν πως είναι αποκυήματα της φαντασίας μου, όπως
εκείνου, στο ανέκδοτο, που παραπονιόταν στον ψυχίατρό του, ότι ένας κροκόδειλος
ήταν κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι του και φοβόταν ότι θα τον κατασπαράξει.
Εκείνος ο ψυχίατρος, όπως πιθανότατα γνωρίζετε, τον καθησύχασε και μετά από
λίγο καιρό έμαθε ότι τον ασθενή του τον κατασπάραξε ένας κροκόδειλος που ήταν
κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι του. Για καλό και για κακό λοιπόν, εγώ πήρα τα
μέτρα μου.
Όταν κυκλοφόρησε το ΕΦ περιοδικό Νόβα,
ενθουσιάστηκα βέβαια, αλλά κράτησα χαρακτήρα και δεν έγραψα τίποτε, ούτε
επιστολή, ούτε μετάφραση έργου, ούτε διήγημα, τίποτε. Μόνο το αγόραζα και
έλπιζα ότι θα το παίρνουν αρκετοί, ώστε να κυκλοφορεί σταθερά. Μετά από τρία
τεύχη, αφού είχα σιγουρευτεί ότι τα πράγματα με το περιοδικό πάνε καλά και
καγχάζοντας όταν ο εαυτός μου με προειδοποιούσε για το χειρότερο που μπορούσε
να συμβεί, έγραψα και έστειλα μια συγχαρητήρια επιστολή, για την οποία μια απάντηση
δημοσιεύτηκε στο τέταρτο, και τελευταίο
όπως αποδείχτηκε, τεύχος του καλού περιοδικού, το οποίο μετά πέντε ολόκληρα
χρόνια έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια επανέκδοσης με άλλο σχήμα, χωρίς
αποτέλεσμα».
«Σύμπτωση», σχολίασε ο γιατρός που
παρακολουθούσε με αυξανόμενο ενδιαφέρον.
«Το περίμενα ότι θα το θεωρούσατε σύμπτωση.
Όπως ήταν σύμπτωση, ας πούμε, ότι όταν δημοσιεύτηκε μια επιστημονική εργασία
μου στα Τεχνικά Χρονικά του Τεχνικού Επιμελητήριου της Ελλάδας, μέσα στα
πλαίσια των υποχρεώσεών μου ως ερευνητή, αυτά σταμάτησαν να κυκλοφορούν με την μορφή αυτή για αρκετά χρόνια, και
αυτό που κυκλοφόρησε μετά ούτε καν θύμιζε τα παλιά Τεχνικά Χρονικά, γιατί αντί
για άρθρα επιστημονικά δημοσίευε πρακτικά συνεδριάσεων.
Όπως ήταν σύμπτωση που έπιασα δουλειά στην εταιρεία
Ωρίων ΕΠΕ και δυο μήνες μετά, την ημέρα που παρέδωσα το πρώτο μου
πρόγραμμα, ο διευθυντής παρέλαβε την τεκμηρίωση με το όνομά μου επάνω και
αμέσως μετά μας ανήγγειλε ξαφνικά και απροειδοποίητα ότι κλείνει την επιχείρηση απολύοντας όλο το προσωπικό, δεκαπέντε
υπαλλήλους».
«Τι έκανες σ' αυτή την περίσταση;»
«Υπομονή, γιατρέ μου, άπειρη υπομονή. Δεν
ήθελα ούτε να σκεφτώ ότι υπήρχε κάποια αιτία πίσω από όλα αυτά. Όταν όμως σταμάτησε η κυκλοφορία του σκακιστικού
περιοδικού Το Ματ, λίγο μετά από ένα τεύχος με αφιέρωμα στα
σκακιστικά προβλήματά μου, πανικόβλητος έγραψα στον κριτή Μπάρνες του αγγλικού σκακιστικού περιοδικού The Problemist
(ο προβληματιστής) με παράδοση δεκάδων χρόνων, ότι αποσύρω τα προβλήματά μου
και δεν επιθυμώ την δημοσίευσή τους. Φυσικά δεν του εξήγησα τον λόγο, όχι για
να μη με θεωρήσει λοξό, αλλά για να μη μπει σε περιέργεια να δει τι θα γίνει
άμα βάλει ένα προβληματάκι έτσι για δείγμα μέσα στις σελίδες του εκλεκτού
περιοδικού. Άσε καλύτερα...
Το σκέφτηκα πολύ και συμπέρανα ότι υπήρχε μια
μέθοδος να αντιμετωπιστεί αυτή η γκαντεμιά, ώστε να μην μπορεί να επηρεάσει
τουλάχιστον τον αγαπημένο μου χώρο της ΕΦ. Να βγαίνει ένα περιοδικό, ας πούμε ο
Απαγορευμένος Πλανήτης, και εγώ να μην δίνω σημεία ύπαρξης. Έτσι, αν
κάποια στιγμή σταματήσει η έκδοσή του, να ψάχνουν για οικονομοτεχνικές εξηγήσεις
και όχι για μεταφυσικές, και εγώ από την άλλη μεριά να μπορώ να κοιμάμαι
ήσυχος. Πραγματικά επί χρόνια ο Απαγορευμένος Πλανήτης συνέχιζε να κυκλοφορεί.
Η κατάσταση λοιπόν ήταν κάπως υπό έλεγχο
μέχρι που συναντηθήκαμε με τον Χρήστο
Λάζο. Αυτός βλέποντας ότι δεν υπήρχε μια αξιόλογη έκδοση περιοδικού ΕΦ με
Ελληνικά διηγήματα και με ζήλο για τον οποίο είναι αξιέπαινος άρχισε να εκδίδει
ένα περιοδικό μικρού μεγέθους και χαμηλού κόστους (βέβαια, άμα δεν έχεις έσοδα,
κανένα κόστος δεν είναι χαμηλό...) σε φωτοτυπίες με το όνομα Ανδρομέδα.
Μου ζήτησε βιβλία ΕΦ που του έλειπαν από την συλλογή του, τα οποία του έδωσα
και μου ζήτησε επίσης αν είχα κάποιο διήγημα ΕΦ έτοιμο για να το δημοσιεύσει
στο φανζίν του. Εγώ είχα ένα με ταξίδι στο χρόνο, που να μην έσωνα να του το
δώσω. Του ανέφερα τα σχετικά περιστατικά με τα έντυπα που δημοσίευσαν
κείμενά μου και τους φόβους μου. Στεκόμασταν μπροστά στην βιβλιοθήκη μου και
τον θυμάμαι, σαν να είναι τώρα, που μου είπε ότι όλα αυτά είναι σαχλαμάρες και
ότι τον έκανα και γέλασε. Έπιασε και το δημοσίευσε. Μαντεύετε γιατρέ την
συνέχεια; Η μικρή Ανδρομέδα δεν κυκλοφορεί
πια.
Αποφάσισα να αποσυρθώ από τις δημοσιεύσεις.
Για θυμηθείτε τι έπαθε ο καημένος ο βιβλιοδέτης που είχε γράψει μόνο τα αρχικά
μου! Ήμουν βέβαιος ότι το όνομά μου γραμμένο ολογράφως συνεπάγεται τουλάχιστον
κλείσιμο του εντύπου».
«Μήπως είσαι λίγο υπερβολικός; Σίγουρα
υπήρχαν ποικίλες άλλες αιτίες για τα περιστατικά αυτά».
«Εντάξει!» είπα συγκαταβατικά, «ας πούμε ότι
έχετε δίκιο. Αλλά αν, λέω, αν υπήρχε
μόνο μια αιτία; Ρώτησα έναν εξάδελφό μου που έχουμε ίδιο ονοματεπώνυμο. Ναι,
είχε δημοσιεύσεις σε έντυπα. Όχι, τα έντυπα δεν είχαν κλείσει. Άρα μόνο εγώ
ήμουνα γκαντέμης. Για το λόγο αυτό, που είναι πια προφανής, δεν ξανάγραψα
επιστολή σε περιοδικό, ούτε δημοσίευσα κείμενο τρόμου, ή σκληρής ΕΦ, ή ηρωικής
φαντασίας, ή μαγικό, ή χιουμοριστικό ή ό,τι άλλο νομίζετε. Μόνο κάποια φορά,
σαν να με έβαλε ο ακατονόμαστος, αποφάσισα να διαβάσω μια ιστορία μου σε μια
από τις βραδιές για την ΕΦ που διοργάνωνε στο όμορφο βιβλιοπωλείο του ο Μάριος Βερέτας. Αφού έγινε αυτό, κάποιοι
άγνωστοι έβαλαν φωτιά στο βιβλιοπωλείο
και το κάψανε. Το πράγμα δεν ήταν καθόλου αστείο. Είχα αρχίσει να φοβάμαι
αληθινά.
Κατέγραψα αυτά που μου συνέβησαν σε μια
σύντομη αφήγηση, που δεν πίστευα ότι θα την έβλεπε ποτέ κανείς δημοσιευμένη.
Και σκέφτηκα να την αφήσω στον δίσκο του υπολογιστή μου, κι αν κάποιος χάκερ
(ξέρετε, από αυτούς τους προγραμματιστές υπολογιστών που διαδίδεται ότι χώνουν
τη μύτη τους εκεί που κανείς δεν τους σπέρνει) ήθελε να την διαβάσει μέσα από
το Διαδίκτυο, ας του καιγόταν το μόντεμ.
Όμως ο εκδότης Γιώργος Μπαζίνας που τα πληροφορήθηκε όλα αυτά από έναν κοινό
γνωστό μας και θεώρησε ότι η αφήγηση που είχα γράψει ήταν αστεία, αποφάσισε να
την συμπεριλάβει στο τέταρτο τεύχος
του περιοδικού Χιούμορ Παραπέντε που κανονικά έπρεπε να έχει
κυκλοφορήσει κάποιον Νοέμβριο πριν από χρόνια αλλά από όσο γνωρίζω δεν έφτασε στα περίπτερα, και από τα
φημολογούμενα μπλεξίματα με τους τυπογράφους ούτε ο Απαγορευμένος Πλανήτης (του
ίδιου εκδότη) κυκλοφορεί. Πιστεύω λοιπόν ότι η κατάστασή μου έχει φτάσει στο
απροχώρητο και χρειάζομαι την βοήθεια ενός ειδικού. Πώς τα βλέπετε τα
πράγματα;»
«Φίλε κύριε Αξιώτη, πρέπει να σου πω ότι η
παράθεση όλων αυτών των περιστατικών είναι εντυπωσιακή. Πιστεύω όμως ότι αυτή η
χρονική συμπίεση της αφήγησης δίνει μια φαινομενική συσχέτιση στα γεγονότα, που
είναι προφανώς άσχετα και μεταξύ
τους και με σένα. Η μόνη σχέση που
έχουν τα γεγονότα, αν μπορεί κανείς να το πει αυτό, είναι το ότι βρίσκονται όλα
στην μνήμη σου.
Δεν αναστέλλονται οι εκδοτικές
δραστηριότητες με συγχαρητήριες επιστολές αναγνωστών. Έχω γράψει και εγώ
επιστολές σε έντυπα που διέκοψαν την έκδοσή τους αμέσως μετά, αλλά δεν επέρριψα
ευθύνη στον εαυτό μου. Πάντα υπάρχουν άλλοι λόγοι, άγνωστοι σε σένα, για τις
παρορμήσεις τρίτων να προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες ή παραλείψεις
ενεργειών. Δεν είναι σωστό αμέσως να θεωρείς ότι είσαι προσωπικά υπαίτιος για
ο,τιδήποτε συμβαίνει.
Είσαι παγιδευμένος μέσα σε μια φαντασίωση ότι
είσαι γκαντέμης (ξέρεις ότι η λέξη είναι παραφθορά του God damned ο καταραμένος
από τον θεό;) και για να απαλλαγείς δεν χρειάζεται φαρμακευτική αγωγή. Αρκεί να
συμβεί ένα συγκεκριμένο περιστατικό το οποίο να καταρρίπτει παταγωδώς την
συλλογιστική σου σχετικά με την απόδοση ευθυνών.
Για να αποδειχθεί λοιπόν ότι όλα αυτά είναι
πράγματι μια φαντασίωσή σου, θα ζητήσω από τον φίλο μου Γιώργο Γούλα να δημοσιεύσει, με το όνομά σου, μια παράθεση των
περιστατικών αυτών στο περιοδικό Big Bang [η μεγάλη έκρηξη], το οποίο
γνωρίζεις ότι εκδίδει τακτικά εδώ και μερικά χρόνια. Δεν θα έχεις επομένως
κανέναν λόγο να αγωνιάς και θα ηρεμήσεις αμέσως μόλις θα διαπιστώσεις ότι το
τεύχος που περιέχει την αφήγησή σου δεν είναι το τελευταίο τεύχος του περιοδικού».
«Σας ευχαριστώ πολύ γιατρέ μου, και μακάρι
να γίνει έτσι όπως το λέτε», είπα. Σηκωθήκαμε και με μια θερμή χειραψία και
πλατύ χαμόγελο ο γιατρός μου ευχήθηκε...
«Περαστικά!»
(Το κείμενο «Έχει σχέση η γκαντεμιά με την Επιστημονική Φαντασία;» υποβλήθηκε προς κρίση
στο 2ο Λογοτεχνικό Εργαστήρι της Αθηναϊκής Λέσχης Επιστημονικής Φαντασίας και
μετά τις παρατηρήσεις των παρευρεθέντων τροποποιήθηκε από τον συγγραφέα και
πήρε στις 20/07/2000 την μορφή του διηγήματος «Περαστικά!», που αρχίζει σαν
ντοκιμαντέρ και καταλήγει σαν διήγημα τρόμου και το οποίο δημοσιεύτηκε …στο ΔΕΚΑΤΟ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ (!!!) τεύχος του
περιοδικού Big Bang του Γιώργου Γούλα).