Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Διήγημα [Ο Υδραυλικός της Νεφέλης]


Μανωλάς Εμμανουήλ, 16/10/2005

Ο Υδραυλικός της Νεφέλης


Στην αρχή δεν ήθελαν να του μιλήσουν για την Αρμίλα. Ο Μάριος ήταν ο καλύτερος υδραυλικός στην πόλη και δεν ήθελαν να τον χάσουν. Σύμφωνα όμως με τις τελευταίες συνθήκες που είχαν υπογραφεί, οι πολιτιστικές ενισχύσεις μεταξύ των πόλεων της Καλβινοκίνας ήσαν πλέον υποχρεωτικές και έτσι αναγκάστηκαν οι Αρχές της Νεφέλης να τον ειδοποιήσουν να προσέλθει.
«Αγαπητέ Μάριε», είπε ο δήμαρχος της Νεφέλης, «σε καλέσαμε στο δημοτικό συμβούλιο για να σε ενημερώσουμε για ένα σοβαρό θέμα που μας απασχολεί τον τελευταίο καιρό και να ζητήσουμε την βοήθειά σου».
«Σας ευχαριστώ κύριε δήμαρχε, αλλά από όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει πουθενά στην πόλη μας κάποιο σοβαρό πρόβλημα στα υδραυλικά. Αν είναι κάποιο άλλο, σοβαρό όπως λέτε, θέμα, δεν νομίζω ότι μπορώ να βοηθήσω σε κάτι. Θέλω να πω, όλη η πόλη γνωρίζει πως είσαστε όλοι τόσο ικανοί και αποτελεσματικοί, που είναι αμφίβολο ότι εγώ, ένας απλός υδραυλικός, θα μπορούσα να κάνω πραγματικά κάτι περισσότερο. Έτσι δεν είναι;»
«Θα σου εξηγήσω αμέσως. Στην Νεφέλη όλα λειτουργούν εξαιρετικά και δεν έχουμε κανένα παράπονο, ούτε από τους υδραυλικούς μας, αλλά ούτε και από κάποιον άλλο επαγγελματικό κλάδο. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο στην Αρμίλα. Είναι κάπως μακριά η πόλη αυτή και ίσως δεν την γνωρίζεις. Από την ενημέρωση που έχουμε, θα μπορούσε να την περιγράψει κανείς ως το όνειρο ενός υδραυλικού, και όμως δεν μπορούν να καλύψουν την έλλειψη που έχουν από επαγγελματίες του κλάδου σου. Μας πληροφορούν ότι οι ντόπιοι υδραυλικοί λιγοστεύουν συνεχώς. Μάλλον προτιμούν να πηγαίνουν στην διπλανή πόλη Ιπαθία για να φροντίζουν τα σιντριβάνια της και κυρίως να πλησιάζουν τις ωραίες και πρόθυμες κοπέλες της, ή ίσως πηγαίνουν για να φτιάξουν τις υδρορροές βροχής στην άλλη διπλανή πόλη, την φιλήδονη Χλόη, και δεν επιστρέφουν ποτέ. Αυτό το πρόβλημα προωθήθηκε μέχρι την ανώτερη διοίκηση της Καλβινοκίνας και ο πρόεδρος Κουμπλαχάνος υπέγραψε πρόσφατα το διάταγμα που επιβάλλει σε όλες τις πόλεις να στείλουν τον καλύτερο υδραυλικό τους με σύμβαση ορισμένου χρόνου στην Αρμίλα, ώστε να δοθεί λύση στο ζήτημα αυτό».
«Στον σύλλογο των υδραυλικών δεν ανακοινώθηκε τίποτε. Έχετε διαλέξει εμένα, ή με καλέσατε για να προτείνω τον καλύτερο συνάδελφο;»
«Όπως σου είπα προηγουμένως, το θέμα αυτό μας έχει απασχολήσει αρκετά τον τελευταίο καιρό. Στο διάστημα αυτό καλέσαμε, με άκρα μυστικότητα, πολλούς υδραυλικούς της Νεφέλης, προσπαθώντας να εντοπίσουμε τον καλύτερο, ώστε να εκπροσωπηθεί η πόλη μας επάξια. Θέλουμε να έχουμε έναν εκπρόσωπο, που να κάνει την Νεφέλη να ξεχωρίσει μέσα σε όλη την χώρα για την κατάρτιση και την ικανότητα των τεχνικών της. Όλοι, όσοι εξετάσθηκαν από την σχετική επιτροπή, πρότειναν εσένα, επειδή έχεις συνέπεια, σοβαρότητα, ιδιαίτερη ταχύτητα στην διεκπεραίωση των εργασιών σου και κυρίως είσαι πολύ ευπρεπής στις σχέσεις σου με τους πελάτες. Χωρίς δισταγμό λοιπόν, σου ανακοινώνουμε ότι έχεις επιλεγεί να εκπροσωπήσεις την πόλη μας στην επίλυση του μεγάλου προβλήματος που μαστίζει την Αρμίλα!»
Οι παριστάμενοι δημοτικοί σύμβουλοι χειροκρότησαν θερμά.
Ο Μάριος συγκινήθηκε από την καλή στάση των συναδέλφων του. Πέρασε από το μυαλό του ότι κάποιοι θα μπορούσαν να πουν καλά λόγια για να τον ξεφορτωθούν και να μη παίρνει πια τις δουλειές τους, αλλά ο κύριος δήμαρχος είχε πει ότι όλοι οι συνάδελφοι, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον και μυστικά, είχαν την ίδια άποψη, άρα ήταν αντικειμενική κρίση. Στο κάτω – κάτω ήταν πολύ καλός στην δουλειά του, ασχολούμενος μόνο με τις υδραυλικές εγκαταστάσεις και αποφεύγοντας να εμπλακεί σε περιπέτειες με χαριτωμένες και πρόθυμες πελάτισσες.
Μόλις κόπασε το χειροκρότημα είπε: «Είναι μεγάλη η τιμή που μου κάνετε. Μήπως μπορώ να ρωτήσω για πόσο καιρό είναι η σύμβαση και τι αμοιβή προβλέπεται;»
«Μα και βέβαια! Αυτό είναι το καλύτερο!» είπε γελαστός ο δήμαρχος. «Τα κονδύλια που έχουν εγκριθεί είναι κρατικά, οπότε δεν επιβαρύνεται η πόλη μας καθόλου. Ξέρεις ότι οι αμοιβές που καθορίζονται από τους κυβερνητικούς είναι τετραπλάσιες από αυτές της επαρχιακής μας πόλης; Άρα οικονομικά θα είναι πολύ συμφέρον για σένα, αφού η διαμονή και η διατροφή θα παρέχονται από την Αρμίλα. Η σύμβαση είναι ετήσια με δικαίωμα ανανέωσης από την μεριά της Αρμίλας για έναν χρόνο ακόμη. Έτσι θα μπορούσες πιο γρήγορα να μαζέψεις τα χρήματα που χρειάζονται για να κάνεις δική σου οικογένεια. Τι λες;» ρώτησε χαμογελαστός ο δήμαρχος.
«Τι να πω; Δέχομαι με χαρά. Με τους πελάτες μου τι πρέπει να κάνω;» είπε χαμογελαστός και ο Μάριος.
«Να μην ανησυχείς, θα τα φροντίσει όλα ο δήμος. Έχει γίνει και η σχετική καταγραφή από τον σύλλογο υδραυλικών ώστε να έχεις πάλι τους πελάτες σου όταν με το καλό επιστρέψεις. Θερμά συγχαρητήρια και καλό ταξίδι. Όλα είναι κανονισμένα από το ταξιδιωτικό γραφείο Ιταλία για να αναχωρήσεις σήμερα το απόγευμα».
Ο Μάριος ευχαρίστησε το δημοτικό συμβούλιο και μετά πήγε στο σπίτι του να ετοιμαστεί. Εκεί βρήκε μια βαλίτσα με είδη πρώτης ανάγκης που του είχε συσκευάσει η μητέρα του. Του φάνηκε λίγο περίεργο που όλοι ήξεραν για την αναχώρησή του : η μητέρα του, ο σύλλογος, το δημοτικό συμβούλιο. Δεν πρόλαβε να το σκεφθεί αρκετά, επειδή το ταξίδι γέμιζε το μυαλό του με προσμονή. Αγαπούσε τους γονείς του σαν να ήσαν οι πραγματικοί του γονείς, αλλά από τότε που είχε μάθει ότι τον είχαν βρει μωρό κοντά στο ποτάμι, ονειρευόταν ένα ταξίδι σε άλλους τόπους και σκεφτόταν πως κάποια μέρα έπρεπε να φύγει. Τους αποχαιρέτησε εγκάρδια, αλλά αυτοί επέμεναν να κατέβουν όλοι μαζί στο μικρό λιμάνι.
Βάρκες πασαλειμμένες με κατράμι περίμεναν στο αγκυροβόλιο αυτούς που ετοιμάζονταν να φύγουν. Πήρε από το πρακτορείο το εισιτήριό του και μπήκε σε μια βάρκα για να τον πάει μέχρι το καράβι που δεν φαινόταν καθαρά μέσα στην καταχνιά. Έκανε κρύο. Οι γονείς του, αποχαιρετώντας τον, κουνούσαν άσπρα μαντήλια. Ήσαν από την μια μεριά χαρούμενοι για την διάκριση του όμορφου γιου τους και από την άλλη μεριά λυπόντουσαν που θα έλειπε τόσον καιρό. Σε λίγο έπαψαν να φαίνονται και η Νεφέλη χάθηκε σαν μέσα σε σύννεφο.
Η βάρκα πλεύρισε και ο Μάριος ανέβηκε στο καράβι. Μετά από μια ώρα περίπου το καράβι ξεκίνησε. Θα τον πήγαινε στην Αρμίλα, την πόλη που ο δήμαρχος την χαρακτήρισε ως όνειρο ενός υδραυλικού. Γιατί το είχε πει αυτό άραγε; Θα μάθαινε σύντομα.

Η Αρμίλα φαινόταν σαν μισο-φτιαγμένη πόλη. Τα κτήρια κοντά στο λιμάνι ήσαν έτοιμα, αλλά στο βάθος της πόλης, προς την κοιλάδα, η πόλη δεν είχε κτίσματα. Το περίεργο ήταν ότι στο μέρος που η πόλη έμενε ανολοκλήρωτη οι υδραυλικές εγκαταστάσεις ήσαν πλήρεις. Και οι σωληνώσεις έφθαναν σε ύψος ανάλογο με το ύψος του σπιτιού που θα χτιζόταν εκεί, και τα υπόλοιπα είδη υγιεινής, μπανιέρες, τουαλέτες, νιπτήρες, βρίσκονταν στην θέση τους. Του φάνηκε εξαιρετικά παράδοξο.
Βλέποντας από μακριά, νόμισε ότι μερικές από τις μετέωρες ντουζιέρες δούλευαν από δω κι από κει, και το νερό αστραποβολούσε στον ήλιο, αλλά μάλλον είχε κάνει λάθος. Ή ίσως αυτό ήταν το πρόβλημα. Είχαν διαρροές.
Το καράβι άραξε με την πρύμνη στο μουράγιο, δίπλα στην εκβολή του ποταμού που χώριζε την Αρμίλα στα δυο, κυλώντας αργά μέσα στην μαιανδρική κοίτη του. Κόσμος πολύς περίμενε, φορτωμένος με αποσκευές, να αναχωρήσει. Δεν υπήρχε τόσος κόσμος στα προηγούμενα λιμάνια που είχαν επισκεφθεί. Φαίνονταν πως ήσαν μετανάστες παρά περιηγητές, αφού τα πρόσωπά τους αποκάλυπταν την απελπισία τους και τα μάτια των περισσοτέρων ήσαν δακρυσμένα. Ίσως το πρόβλημα ήταν σοβαρότερο από μερικές διαρροές σωληνώσεων. Ο Μάριος αποβιβάστηκε και προχώρησε, μαζί με άλλους ανθρώπους που ταξίδεψαν με το ίδιο καράβι, προς μια ομάδα ανθρώπων που του φάνηκε σαν επιτροπή υποδοχής.
Ήταν πραγματικά η επιτροπή, που είχε διοριστεί από το δημοτικό συμβούλιο της Αρμίλας, για την υποδοχή των υδραυλικών. Αφού τους παρέλαβαν και τους τακτοποίησαν σε ξενοδοχεία, τους άφησαν για να ξεκουραστούν από το ταξίδι. Τους ενημέρωσαν για το πού θα μπορούσαν να τρώνε, με έξοδα της πόλης φυσικά, και τους παρακάλεσαν να είναι την ερχόμενη ημέρα το πρωί στις εννιά στο δημοτικό μέγαρο, όπου θα γινόταν η ενημέρωση.
Την άλλη μέρα ο Μάριος έμαθε την απίστευτη αλήθεια.
Η Αρμίλα δεν ήταν μισο-φτιαγμένη, επειδή δηλαδή είχαν γίνει τα υδραυλικά αλλά δεν είχαν κτιστεί ακόμη τα υπόλοιπα σπίτια. Πριν από κάμποσο καιρό η πόλη ήταν ολόκληρη. Ήταν μια υπέροχη πόλη με υπέροχους ανθρώπους.
Για κάποιον λόγο όμως, που παρέμενε άγνωστος, τα σπίτια, αρχίζοντας από τις πηγές του ποταμού στο βάθος της κοιλάδας και προχωρώντας προς το λιμάνι, είχαν αρχίσει να διαλύονται και να μένουν μόνο οι σωληνώσεις τους.
Άρα η Αρμίλα ήταν μισο-καταστρεμμένη! Αυτός ήταν ο λόγος που οι μετανάστες έφευγαν κατά χιλιάδες. Ήσαν άνθρωποι που έμειναν χωρίς σπίτι, όταν το κύμα της διάλυσης των τοίχων έφτασε την γειτονιά τους. Ήσαν άνθρωποι χωρίς ελπίδα.
Ο Μάριος, προσπαθώντας να σκεφτεί τα περιστατικά που γνώριζε ώστε να μπορέσει να εντοπίσει την αιτία για το φαινόμενο αυτό, δεν άκουγε με προσοχή όλα όσα ανέφερε ο ομιλητής, σχετικά με τα θύματα των πρώτων ημερών της καταστροφής και τις μάταιες προσπάθειες των συνεργείων να εισέλθουν στην νεκρή περιοχή.
Συγκέντρωσε πάλι την προσοχή του στην παρουσίαση και άκουσε ότι η απογύμνωση των κτιρίων προχωρούσε με περιορισμένη ταχύτητα, περίπου τρία μέτρα κάθε νύχτα, σαν ένας δίσκος ερήμωσης που αυξάνεται η ακτίνα του, και είχε καλύψει μέσα σε τρεις μήνες κάτι περισσότερο από διακόσιες χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα.
Την ημέρα δεν γίνονταν καταστροφές, αλλά οι κάτοικοι των σπιτιών που διαλύθηκαν, είχαν κάνει όλοι παράπονα για ενοχλητικό θόρυβο στις σωληνώσεις των κτηρίων λίγες μέρες προτού χάσουν τα σπίτια τους. Για τον λόγο αυτό επιστρατεύθηκαν οι καλύτεροι επιστήμονες όλων των πόλεων, για να μπορέσουν να διακριβώσουν την αιτία των ζημιών. Μέχρι πρόσφατα (α) είχε επισημανθεί η θετική συσχέτιση μεταξύ του φρικτού θορύβου και των κτηρίων που χάνονταν, (β) δεν είχε βρεθεί η αιτία, και (γ) δυστυχώς κατά το διάστημα επισκόπησης του φαινομένου είχαν εξαφανισθεί αρκετοί από τους ερευνητές χωρίς να αφήσουν ίχνη.
Οι ομιλητές ζήτησαν από όλους να είναι πάρα πολύ προσεκτικοί.
Μετά από την ομιλία πήγαν για μεσημεριανό φαγητό, και το απόγευμα το αρμόδιο προσωπικό του δήμου συνόδεψε τους νεοφερμένους  σε διάφορα σημεία στην περιφέρεια της καταστροφής.
Ο Μάριος βρέθηκε σε ένα κτήριο κοντά στο ποτάμι. Ο υπεύθυνος τους ανέβασε στον τελευταίο όροφο για να έχουν καλύτερη θέα από πολύ ψηλά. Από το κτήριο έλειπε η μια πρόσοψη. Μπορούσε κανείς να δει από κει ένα δάσος σωληνώσεων να εκτείνεται μέχρι την αρχή της κοιλάδας.
Ο Μάριος στάθηκε λίγο παράμερα και προσπάθησε να δει αν υπήρχε κάτι περίεργο στις εγκαταστάσεις. Όλα φαίνονταν κανονικά. Μόνο για μια στιγμή είδε σε κάποια απόσταση μια ολόγυμνη γυναίκα να βγαίνει από την μπανιέρα της και να προχωρεί στο κενό. Γύρισε στην ομάδα για να ρωτήσει αν είχαν δει και οι άλλοι αυτό το πανέμορφο πλάσμα. Πρόλαβε να δει τους τελευταίους που έβγαιναν από το δωμάτιο. Έφευγαν για να πάνε σε κάποια άλλη τοποθεσία.
Γύρισε να δει πάλι την γυναίκα, αλλά δεν είδε τίποτε. Πού είχε πάει; Ο Μάριος αποφάσισε να μείνει λίγο στο εγκαταλειμμένο κτήριο για να παρακολουθήσει καλύτερα αυτά τα περίεργα φαινόμενα. Κάθε λίγο και λιγάκι, σε κάποιο σημείο του δάσους των σωληνώσεων, μια ντουζιέρα δούλευε για λίγο ντύνοντας με αστραφτερό νερό το γυμνό κορμί ενός πανέμορφου κοριτσιού, ένας καθρέφτης είχε την χαρά να βλέπει ένα ωραίο πρόσωπο να καλλωπίζεται, μια μπανιέρα υποδεχόταν ένα υπέροχο σώμα στην δροσερή αγκαλιά της.
Ο Μάριος δεν κατάλαβε ότι πλησίαζε η νύχτα. Είχε μείνει μαγεμένος από το θαυμαστό θέαμα. Τα σώματα εμφανίζονταν όλο και πιο κοντά. Τα πιο κοντινά ήσαν γυναικεία, ενώ μερικά ανδρικά είχαν αρχίσει να φαίνονται σε απόσταση. Εκστατικός παρακολουθούσε τις αρμονικές κινήσεις, τις θεσπέσιες καμπύλες, τα πρόσωπα που του χαμογελούσαν γλυκά. Άρχισαν να του μιλούν με αρμονικές τραγουδιστές φωνές, που τον έκαναν να λιώνει μέχρι τα βάθη της ψυχής του. Δεν καταλάβαινε ακριβώς τις λέξεις, αλλά το νόημα σαν να ήταν … ήταν … «έλα κοντά μου». Η νύχτα είχε γεμίσει πρωτόγνωρα μεθυστικά αρώματα. Αισθανόταν το σώμα του τόσο ζωντανό! Τι ευτυχία!
Το χέρι, που τον άγγιξε ξαφνικά στον ώμο, τον κατατρόμαξε. Γύρισε απότομα και είδε έναν από τους αρμόδιους επί της υποδοχής, που κάτι του έλεγε.
«Είστε ο Μάριος της Νεφέλης; Δεν με ακούσατε που σας φώναζα μέσα σ’ αυτό τον φρικτό θόρυβο, και χρειάστηκε να σας σκουντήσω. Συγγνώμη που σας ξάφνιασα».
Ο Μάριος τον κοίταξε σαν να μη καταλάβαινε. Η μελωδική ομιλία των ξωτικών ήταν το μόνο που είχε ακούσει, και ήταν τόσο δυνατή, που ήταν απίθανο να μη το πρόσεξε ο υπεύθυνος της Αρμίλας. «Για ποιον ακριβώς θόρυβο μιλάτε;»
Ο υπεύθυνος τον τράβηξε από το χέρι. «Για τις σωληνώσεις του κτιρίου. Ολόκληρο το κτήριο αντηχεί από τον θόρυβο. Πρέπει να φύγουμε αμέσως! Είναι επικίνδυνο να μείνουμε άλλο εδώ και ευτυχώς που σας πρόλαβα – σας ψάχνω τόση ώρα…»
Έφυγαν βιαστικά προς τις σκάλες, ο παραξενεμένος Μάριος που άκουγε τραγούδια, και ο ανήσυχος υπεύθυνος που άκουγε θορύβους. Ο Μάριος έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του. Τα ξωτικά ήσαν πάρα πολλά και οι φωνές τους αντηχούσαν σαν χορωδία.
Ο Μάριος σταμάτησε ξαφνικά και ρώτησε τον υπεύθυνο που τον τραβούσε από το χέρι : «Μπορείτε να μου πείτε τι βλέπετε εδώ έξω από το κτήριο, ας πούμε σε είκοσι μέτρα απόσταση;»
«Ένα δάσος σωληνώσεις και την νύκτα που τις σκεπάζει».


Οι γείτονες παραπονέθηκαν το επόμενο πρωί για θορύβους την νύκτα στα υδραυλικά του εγκαταλειμμένου κτηρίου που έχασε ακόμη ένα μεγάλο κομμάτι από την πρόσοψή του, και ο Μάριος είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι έβλεπε και άκουγε πράγματα διαφορετικά από τους κατοίκους της Αρμίλας. Δεν είπε τίποτε για να μη τον νομίσουνε για τρελό.
Ο κύριος Μαρκοπόλος, ο υπεύθυνος που τον τράβηξε από το χέρι μισή ώρα προτού εξαφανιστεί η πρόσοψη του κτηρίου που στεκόταν, πίστευε ότι του είχε σώσει την ζωή και του είπε «Είναι αποκοτιά να μένει κάποιος στην περιφέρεια της καταστροφής την ώρα που βραδιάζει».
Ο Μάριος είπε στον κύριο Μαρκοπόλο πειστικά και καθησυχαστικά «Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας. Παρατηρούσα με προσοχή το φαινόμενο και θα έφευγα μόνος μου σε ελάχιστα λεπτά της ώρας». Μέσα του όμως ανυπομονούσε να βρεθεί πάλι κοντά στα υπέροχα πλάσματα που έρχονταν από το βάθος της κοιλάδας, να τα δει, να τα ακούσει, να μυρίσει το υπέροχο άρωμά τους.
Ίσως να μπορούσε να τα αγγίξει κιόλας.
Με την σκέψη αυτή το κορμί του αναστατώθηκε έντονα και πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να ηρεμήσει. Ο Μάριος απόρησε επειδή δεν είχε νιώσει άλλη φορά τέτοια ξαφνική διέγερση. Καλά που δεν το πρόσεξε ο κύριος Μαρκοπόλος εκείνη την ώρα, γιατί τι θα σκεφτόταν ο άνθρωπος…
Υπομονή μέχρι το βράδυ. Ίσως να μπορέσει να τα αγγίξει.

Το μεσημέρι ο Μάριος ζήτησε αντίγραφα των υδραυλικών και αποχετευτικών εγκαταστάσεων και παλιές απεικονίσεις της πόλης για να τα εξετάσει στο δωμάτιό του στο ξενοδοχείο. Όταν του τα έφεραν, ο Μάριος υποσχέθηκε ότι την επόμενη μέρα το πρωί θα τους έλεγε αν υπήρχε κάτι μη κανονικό. Μετά μελέτησε τα τεχνικά σχέδια μερικές ώρες και αργά το απόγευμα έφυγε λέγοντας στον υπάλληλο της ρεσεψιόν ότι μάλλον θα αργούσε το βράδυ, και να μην ανησυχήσουν.
Έχοντας εξασφαλίσει ότι δεν θα τον αναζητούσαν μέχρι την επόμενη ημέρα, πήγε προς την περιοχή της καταστροφής. Περπάτησε περιφερειακά παρατηρώντας τις μετέωρες σωληνώσεις, αλλά όσο τις πρόσεχε περισσότερο, του δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι μάλλον στηρίζονταν, σαν να μην είχαν χαθεί οι τοίχοι εντελώς, σαν να είχε αλλάξει η υφή τους με κάποιον ακατανόητο τρόπο.
Πέρασε την γέφυρα του ήρεμου ποταμού και πλησίασε την περιοχή που βρισκόταν την περασμένη νύκτα. Ανέβηκε στο πολυώροφο μισο-χαμένο κτήριο και πλησίασε την πλευρά που φαινόταν ανοικτή στο χάος. Στάθηκε σε μια απόσταση ασφαλείας τεσσάρων μέτρων από την άκρη και άρχισε να βλέπει προς το δάσος των σωληνώσεων. Σε διάφορες μεριές υπήρχαν ξωτικά και όσο πλησίαζε η νύκτα, τόσο περισσότερα εμφανίζονταν, τόσο πιο όμορφα τραγουδούσαν.
Ο Μάριος ζούσε ένα όνειρο, και δεν του φάνηκε παράξενο όταν τα κτίρια που έλειπαν άρχισαν να φαίνονται σιγά – σιγά. Στην αρχή ήσαν ημιδιαφανή σαν αχνός, αλλά μετά έγιναν κρυσταλλικά πολύχρωμα και όμορφα πέρα από κάθε περιγραφή. Δεν ήσαν κτήρια της Αρμίλας, που τα είχε δει στα σχέδια όπως ήσαν προτού εξαφανιστούν, ήσαν κτήρια μιας νέας πόλης, της κρυστάλλινης πόλης των ξωτικών.
Όλα τα πλάσματα της πόλης ήσαν πανέμορφα και λαμπερά και ενώ μέχρι τώρα η ματιά του πήγαινε από το ένα στο άλλο, ξαφνικά η ματιά του προσηλώθηκε σ’ εκείνη που τον κοίταζε γλυκά από την διπλανή αίθουσα και του τραγουδούσε «Έλα κοντά μου αγαπημένε μου!» με ολάνοιχτη την ποθητή αγκαλιά της μόνο γι’ αυτόν.
Ένιωσε ότι την ήξερε όλη του την ζωή. Δεν είχε πραγματικά κανένα πρόβλημα να την πλησιάσει βαδίζοντας στον μαλακό κρύσταλλο. Άκουσε την φωνή του να λέει μελωδικά «Με θέλεις γλυκιά μου Εβελίνα;» την στιγμή που τα ρούχα του μαζί με όλο το κτίριο μετουσιώνονταν σε διάφανο αιθέρα, αποκαλύπτοντας την διέγερση του υπέροχου κορμιού του.
«Σε θέλω, Μάριέ μου, σε θέλω τώρα!»
Τα δυο όμορφα κορμιά αγκαλιάστηκαν και χώθηκε γλυκά το ένα μέσα στο άλλο, ξανά και ξανά, ενώ γύρω τους έλαμπαν ζεστά θριαμβικοί ύμνοι, και οι μεθυστικές μυρωδιές ζωγράφιζαν αρμονικά σχήματα, και ακούγονταν οι πιο ζωντανές γεύσεις, και η κρυστάλλινη πόλη χαρούμενη μεγάλωνε.

Την επόμενη ημέρα, ο κύριος Μαρκοπόλος του δήμου της Αρμίλας, υπεύθυνος αλλοδαπών συμβασιούχων, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειές του, δεν κατάφερε να εντοπίσει πού ακριβώς είχαν πάει όλοι οι υδραυλικοί που χάθηκαν εκείνη την νύκτα, οπότε μάζεψε βιαστικά τα πράγματά του, και έβγαλε εισιτήριο στο καράβι, και ξενιτεύτηκε αυθημερόν.


(Σύμφωνα με την προαιρετική προδιαγραφή του έκτου λογοτεχνικού εργαστηρίου της ΑΛΕΦ, το διήγημα γράφτηκε με αναφορές στο βιβλίο του Ίταλο Καλβίνο «Οι Αόρατες Πόλεις». 
Η πόλη της αναχώρησης, όπου αυτοί που φεύγουν δεν ξαναγυρίζουν, περιγράφεται από τον Καλβίνο χωρίς να ονοματίζεται («Οι Αόρατες Πόλεις», σελ. 77). Μιλάει γι’ αυτήν ο Μεγάλος Χαν της Κίνας Κουμπλάι και στην τελευταία φράση της περιγραφής λέει «αυτοί που έμειναν … κουνάνε για τελευταία φορά ένα λευκό κουρέλι». Αυτό μου δημιούργησε έναν συνειρμό με τους στίχους της Χαρούλας Αλεξίου «το χρυσό κουρέλι, που στα μαλλιά της φόραγε η Νεφέλη ...», και ονόμασα την πόλη της αναχώρησης Νεφέλη. 
Άλλα στοιχεία σχετικά με το βιβλίο ή τον συγγραφέα είναι τα ονόματα Καλβινοκίνα (η χώρα), Κουμπλαχάνος (ο ηγέτης), Μάριος και Εβελίνα (πατέρας και μητέρα του Ίταλο Καλβίνο), Ιταλία (το ταξιδιωτικό γραφείο), Μαρκοπόλος (ο υπεύθυνος στην Αρμίλα). 
Στο βιβλίο η Ιπαθία, η Αρμίλα και η Χλόη αναφέρονται σε διαδοχικές σελίδες, (σελ. 69, 71 και 73 αντίστοιχα). Στο διήγημα ο Μάριος πηγαίνει στην Αρμίλα που συνορεύει με την Ιπαθία και την Χλόη. 
Ο υδραυλικός της Νεφέλης περιγράφεται ως σοβαρός, συνεπής, γρήγορος στην δουλειά του, αλλά αποδεικνύεται ότι μεγάλωσε περπατώντας στα σύννεφα (στην Νεφέλη).
Το διήγημα περιλήφθηκε στην ανθολογία «Τρεις ματιές τ΄ αλλάζουν όλα», εκδόσεις Φανταστικός Κόσμος, 2007).


Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Διήγημα [Ταλάντωση]


Μανωλάς Εμμανουήλ - 2009-10-16


Ταλάντωση

Ο Νίκος ο αλήτης ήταν ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο με το ένα πόδι μέσα στο αυλάκι όπου έτρεχαν ακόμη νερά από την πρωινή βροχή. Δεν έδειχνε να τον ενοχλεί η υγρασία. Είχε μάθει πια να αδιαφορεί για μικρολεπτομέρειες και να σκέφτεται μόνο τον στόχο του.
Κάποτε φρόντιζε αλλιώς τον εαυτό του, με καλό ντύσιμο, ακριβό φαγητό και εκλεκτή διασκέδαση. Τώρα δεν πρόσεχε τους πάμπολλους λεκέδες που στόλιζαν τα κουρελιασμένα του ρούχα. Το σχεδόν άδειο μπουκάλι από φθηνό μηλόκρασο που προεξείχε από την τσέπη του παλτού του μαρτυρούσε ότι ήταν ο σύντροφός του για να ξεχνάει. Αλλά όχι εντελώς. Όχι όλα.

Θυμόταν την εποχή που δεν κυκλοφορούσε με ψεύτικο όνομα. Ζούσε ευτυχισμένος μαζί με τον αδελφό του τον Τάσο, παρά το ότι είχαν χάσει τους γονείς τους. Δεν έμοιαζαν, αν και ήσαν δίδυμοι. Γιόρταζαν την ίδια μέρα, γλεντούσαν μαζί και σχεδίαζαν να μαζέψουν αρκετά χρήματα και να φτιάξουν δυο ωραίες οικογένειες με κοπέλες γερές και τίμιες. Υπήρχαν πολλές υποψήφιες και θα μπορούσαν να διαλέξουν όταν θα έφτανε η ώρα.
Δεν ήρθε ποτέ η αναθεματισμένη ώρα. Ο Τάσος έμπλεξε με κάποια ύποπτη δουλειά όταν ένας επιχειρηματίας του υποσχέθηκε σημαντικά κέρδη. Μέσα στη βδομάδα ο βασικός αυτός συνεργάτης, για να μην πληρώσει, δρομολόγησε κάποιες ενέργειες και φρόντισε να καλύψει όλα τα ίχνη.
Όταν η αστυνομία του ανακοίνωσε ότι βρέθηκε ο Τάσος σε ένα χαντάκι βαριά τραυματισμένος και με σπασμένα χέρια και πόδια, είχε την ελπίδα ότι αυτό ήταν το χειρότερο νέο που μπορούσε να ακούσει. Στο νοσοκομείο που έφτασε σαν τρελός οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι ο αδελφός του είχε ήδη πεθάνει κατά την μεταφορά από ακατάσχετη εσωτερική αιμορραγία. Και στη συνέχεια οι αστυνομικοί ζητούσαν φορτικά να μάθουν από αυτόν τι είχε συμβεί, επειδή ο Τάσος είχε προφανώς βασανιστεί αφού δεν είχε γλώσσα όταν τον βρήκαν και δεν μπόρεσε να μιλήσει προτού πεθάνει.
Στην αρχή κόντεψε να χάσει το μυαλό του από την απελπισία. Δεν μπορούσε να τους πει κάτι συγκεκριμένο, γιατί δεν ήξερε. Βέβαια μετά έψαξε, λάδωσε, έμαθε. Οι αρχές δεν τον θεώρησαν εντελώς αμέτοχο και τον παρακολουθούσαν συνεχώς. Και ακριβώς γιαυτό απέτυχε η πρώτη του προσπάθεια να σκοτώσει αυτό το κάθαρμα που είχε καταστρέψει την ζωή του.
Του είχε στήσει ενέδρα ένα βράδυ, αλλά κάτι αντιλήφθηκε η φρουρά του. Έπεσαν πυροβολισμοί, πλάκωσαν και οι αστυνομικοί, και τρέχοντας να ξεφύγει πέρασε από ένα ακατοίκητο μισοερειπωμένο αρχοντικό, που ήξερε ότι έβλεπε σε μια πλατειούλα με στενά δρομάκια και ότι θα μπορούσε να αποφύγει εκεί τα περιπολικά. Μέσα στο σπίτι δίπλα στην πόρτα είδε ένα πτώμα που είχε μια σύριγγα καρφωμένη στο χέρι. Η νύχτα είχε πέσει αλλά στο λιγοστό φως της πλατείας είδε ότι έμοιαζαν κάπως. Τον έψαξε βιαστικά, βρήκε μια ταυτότητα, την πήρε και έφυγε τρέχοντας.
Ευτυχώς που είχε ήδη στο κρυφό ζωνάρι του τα λεφτά του για ώρα ανάγκης. Δεν ξαναπέρασε από την γειτονιά του και από τους παλιούς γνωστούς του. Τηλεφώνησε μόνο στην κοπελιά που εκτιμούσε περισσότερο, την Σοφία, και της είπε ότι θα έφευγε για λίγο μακριά για να μπορέσει να ξεχάσει. Του είπε, θα τον περιμένει. Το ίδιο είπε και στους αστυνομικούς που την ανέκριναν.
Έκανε νέες γνωριμίες, που δεν ρώτησαν τι τις ήθελε τις σφαίρες. Για τον ναρκομανή νεκρό του παλιού αρχοντικού άκουσε ότι θάφτηκε με συνοπτικές διαδικασίες ως άγνωστος. Από τότε συστηνόταν σαν Νίκος. 
Έμαθε ότι ο στόχος του είχε μετακομίσει σε άλλο σπίτι. Άρχισε να συχνάζει εκεί κοντά. Η βρωμερή εμφάνισή του, όπως περιφερόταν αξύριστος και αχτένιστος, απομάκρυνε τα κακά συναπαντήματα με κρυφούς και ένστολους αστυνομικούς. Μπορούσε να μαθαίνει πολλά πράγματα από τις παλιές εφημερίδες και τις συζητήσεις όσων δεν του έδιναν σημασία νομίζοντας ότι είναι μεθυσμένος. Το πιο πολύ κρασί το έπινε πάντως το παλτό του.

Μισοσηκώθηκε στο πεζοδρόμιο βλέποντας προς την πόρτα από όπου είδε να βγαίνει ο καλοντυμένος επιχειρηματίας. Δεν μπορούσε να πλησιάσει πολύ γιατί θα τον προλάβαιναν οι φρουροί. Έβγαλε το όπλο και σημάδεψε στην καρδιά. Την τελευταία στιγμή έκοψε την πορεία της σφαίρας το κρανίο του ανύποπτου οδηγού που έσκυψε δουλικά για να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου για το αφεντικό του. Προτού το πτώμα χτυπήσει το πεζοδρόμιο, το αφεντικό, που είχε ακούσει τον πυροβολισμό, πήδηξε αστραπιαία προς στο σπίτι. Ήταν μάταιο να μείνει άλλο εκεί και έφυγε βιαστικά με το βρεγμένο του παπούτσι να σκούζει περίεργα. Κοιτάζοντας προς τα πίσω λίγο πριν στρίψει σε μια πάροδο είδε ότι κανένας δεν έβγαινε για να φροντίσει τον πεθαμένο. Θα τον φρόντιζαν οι αστυνομικοί που θα έφθαναν σε λίγο.

Δυο προσπάθειες χωρίς αποτέλεσμα. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να αλλάξει σχέδιο, αφού το τυχερό κάθαρμα θα ήταν πια πολύ προσεκτικό. Η τρίτη προσπάθεια έπρεπε να είναι και φαρμακερή. Γύρισε στο σπίτι, καθαρίστηκε, κατέστρεψε ό,τι τον συνέδεε με τον αλήτη Νίκο και ξεκίνησε την παλιά του ζωή. Λίγο αργότερα η Σοφία δέχτηκε να μείνουν μαζί. Του φάνηκε ότι μπορούσε να ζήσει με την γυναίκα αυτή μια φυσιολογική, ίσως και ευτυχισμένη ζωή. Βρήκε ένα καλό διαμέρισμα σε ωραία συνοικία με πολλά δέντρα στους δρόμους και φροντισμένα παρκάκια και την άφησε να το διακοσμήσει όπως ήθελε.  Φυσικά, χωρίς να της πει τίποτε, είχε φροντίσει να βρίσκεται κοντά στην μονοκατοικία που έμενε το λαμόγιο ώστε, παρακολουθώντας το, να μάθει τις συνήθειές του. Τον έτρωγε το σαράκι της εκδίκησης.
Κανόνισε ένα συμβόλαιο με κάποιους παλιούς γνωστούς, από τότε που γύριζε σαν αλήτης στους δρόμους. Δεν βρίσκονταν όλοι έξω από την φυλακή, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε σε τίποτα τις δουλειές τους. Αν υπήρχαν τα χρήματα, μέχρι και πύραυλο σε Πρεσβεία μπορούσαν να ρίξουν. Άλλωστε, όπως έλεγαν γελώντας, το είχαν ξανακάνει.
Μάζεψε όσα είχε και δεν είχε, πήρε και δάνειο. Αυτός βρήκε τα χρήματα, οι άλλοι του είπαν ότι βρήκαν ένα μεγάλο βλήμα με σύστημα Golis. Δεν είχε ιδέα τι ήταν αλλά του εξήγησε ο μηχανικός της ομάδας. Χαμογέλασε άθελά του επειδή θυμήθηκε τον Τσαρλς Μπρόνσον σε ένα έργο δεκαετίας 70, The Mechanic - Ο Μηχανικός, που στην πραγματικότητα ήταν εκτελεστής. "Golis σημαίνει Go Onto Location In Space, πήγαινε σε κάποιο σημείο του χώρου. Υπάρχουν πολλά συστήματα διεύθυνσης, αλλά το πιο προσιτό είναι ένα GPS. Μας δίνεις τις συντεταγμένες του στόχου, βάζουμε την ρύθμιση ας πούμε στην Πάρνηθα και πάει καρφί οπουδήποτε στο Λεκανοπέδιο".

Εύκολο ήταν. Παρκάροντας σε διάφορες μεριές γύρω από την μονοκατοικία του γνωστού, και κατά προτίμηση εξαιρετέου με την κακή έννοια, πήρε μετρήσεις με ένα σύστημα GPS που αγόρασε ως βοήθημα για την οδική κυκλοφορία. Προσεκτικά, όταν ήταν μόνος στο σπίτι, επειδή δεν ήθελε να υποψιαστεί κάτι η Σοφία, βρήκε μέσους όρους και υπολόγισε ακριβώς τις συντεταγμένες της μονοκατοικίας. Τις έδωσε στην ομάδα και καθόρισε την ημερομηνία και την ώρα. Έμεναν μόνο δυο τηλεφωνήματα. Ένα αρχικό δικό του, που θα βεβαίωνε σε έναν συνεργό την έναρξη της επιχείρησης. Και ένα τελικό από κοινόχρηστο τηλέφωνο στο λιμάνι του Πειραιά, που κάποιος θα έκανε προς την ομάδα που θα έστελνε το βλήμα. Δεν είχε ιδέα αν θα υπήρχαν και ενδιάμεσα τηλεφωνήματα για να χάσει τα ίχνη η αντιτρομοκρατική.

Όταν έφτασε η ώρα, είπε στην Σοφία, που είχε γυρίσει από τα πρωινά ψώνια κι ετοιμαζόταν να μαγειρέψει, ότι βγαίνει για ένα μικρό περίπατο. Απομακρύνθηκε λίγο, έβαλε γάντια νάιλον και τηλεφώνησε με ένα αχρησιμοποίητο καρτοκινητό. Μετά διέλυσε την συσκευή, την πέταξε στον υπόνομο και έκαψε τα γάντια. Σε μερικά λεπτά ο μισητός εχθρός του δεν θα υπήρχε πια. Ο αέρας του φάνηκε πιο αραιός, πιο καθαρός. Άρχισε να επιστρέφει προς το σπίτι.
Είχε κάνει μόλις μερικά βήματα όταν νόμισε ότι άκουσε ένα σφύριγμα στον αέρα, αλλά πριν το συνειδητοποιήσει είδε από μακριά το σπίτι του να χτυπιέται από έναν φονικό πύραυλο και ένας τρομακτικός θόρυβος τράνταξε όλη την περιοχή. Έτρεξε προς τα εκεί, αλλά ήταν πολύ αργά. Η πολυκατοικία ήταν μισογκρεμισμένη και το διαμέρισμά του δεν φαινόταν από τις φλόγες και τον πυκνό καπνό. Η Σοφία και η ευτυχισμένη ζωή που θα ζούσαν μαζί είχαν γίνει φωτιά και ερείπια.

Οι άνθρωποι της αντιτρομοκρατικής κατάλαβαν από μερικά υπολείμματα ότι ήταν βλήμα με GPS, αλλά δεν έβρισκαν λογικό να χτυπηθεί μια πολυκατοικία με διαμερίσματα απλών ανθρώπων και να υπάρχουν τόσοι νεκροί και τραυματίες. Τριγύρω έμεναν πολιτικοί, επιχειρηματίες, και άλλοι πιθανότεροι στόχοι. Συζητούσαν λοιπόν για διάφορα πιθανά σενάρια και ένας τους μίλησε για λάθος, ότι δηλαδή όποιος έκανε την ρύθμιση του στόχου προφανώς δεν ήξερε για την ταλάντωση.
Ο Λάμπρος που στεκόταν αποσβολωμένος παραδίπλα το άκουσε και τους ρώτησε με γνήσιο ενδιαφέρον πώς νόμιζαν ότι συνέβη αυτή η καταστροφή. Πρόθυμα του εξήγησαν για την τυχαία ταλάντωση που βάζουν στα στοιχεία GPS τα λογισμικά των δορυφόρων, μετά την επίθεση στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης, για να αποφεύγονται τα χτυπήματα τρομοκρατών σε σταθερούς στόχους.
Αυτός κούνησε το κεφάλι με κατανόηση κι απομακρύνθηκε αργά από τα ερείπια και τον χαμό νοσοκομειακών και αστυνομικών. Περνώντας μέσα από αλαφιασμένους γείτονες πήγε και κάθισε σε ένα πολυκαιρισμένο παγκάκι γεμάτο σκόνες από την έκρηξη. Μετά έκλεισε το πρόσωπό του μέσα στις παλάμες του και άρχισε να κλαίει.

«Μην κλαις μωρό μου ...» του είπε η Σοφία και κάθισε δίπλα του. Ο Λάμπρος την κοίταξε ξαφνιασμένος, χωρίς να πιστεύει ότι πραγματικά την έβλεπε. «... μη στεναχωριέσαι. Θα τα ξαναφτιάξουμε καλύτερα!»
«Δεν ήσουν μέσα;» ρώτησε με ανυπόκριτη χαρά που ανάβλυζε από μέσα του.
«Είχα πάρει το πρωί από το φαρμακείο ένα τεστ εγκυμοσύνης και βγήκα να σε βρω και να σου πω τα ευχάριστα. Θα αποκτήσουμε παιδάκι!»