Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

Όχι στα Μάτια


Όχι στα Μάτια

Διήγημα του Μανωλά Εμμανουήλ, 07/08/2018

(παρουσιάστηκε στο 32ο Λογοτεχνικό Εργαστήριο της Άλεφ, 
και συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις)

(πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό "περί ου", 29/01/2019,


Την Παρασκευή στις τέσσερις του Μάη, που πήρα το πλοίο για το νησί μας, υπήρχε κάτι που δεν πήγαινε καλά. Είχα μια ανησυχία και δεν μπορούσα να χαλιναγωγήσω τη σκέψη μου. Το μυαλό μου έκανε περίεργους υπολογισμούς, που δεν είχε λόγο να τους κάνει. Ας πούμε, ίδια ημερομηνία και ίδια ημέρα θα είχαμε πάλι το 2029, μετά από 11 χρόνια. Από μικρός είχα ευχέρεια σε αναλυτική παρατήρηση και υπολογισμούς, που αποδείχτηκαν χρήσιμα στην προώθηση πωλήσεων σε διστακτικούς πελάτες, αλλά σήμερα δεν χρειάζονταν. Ήξερα πού πηγαίνω, τόσα χρόνια είχα ζήσει στο νησί, δεν χρειαζόταν να ανησυχώ! Και υπήρχε πολλή δουλειά να κάνω, αφού η νέα διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας, μου είχε ζητήσει και συναντηθήκαμε στην Αθήνα την περασμένη Τρίτη για να γιορτάσουμε την ίδρυση εμπορικού παραρτήματος στο νησί.
Επιδιώκοντας να παραμένω ήρεμος, παρατηρώ τους γύρω μου. Οι συνταξιδιώτες μου έχουν τα χάλια τους. Ίσως όχι τόσο οι νέοι, αλλά όλοι οι άλλοι έχουν εμφανή ελαττώματα. Άλλος μεγάλη μύτη, άλλος ασύμμετρα αυτιά, αυτή που κάθεται απέναντί μου έχει γουρλωτό βλέμμα. Διαλεγμένοι, ένας κι ένας. Θα έλεγα ότι ναι, τελικά ο Έλλην δεν είναι «ωραίος ως Έλλην», που λέμε με εθνική υπερηφάνεια αγνοώντας τόσους όμορφους ηθοποιούς του ξένου κινηματογράφου, αλλά προβληματικά σουλούπια έχουν και οι τουρίστες! Τελικά, όσο το σκέφτομαι τόσο χειροτερεύει, και νομίζω ότι δεν έχω ξαναδεί τόση κακογουστιά μαζεμένη.
Βγαίνω από την αίθουσα με την πολυκοσμία για να ανέβω στο επάνω κατάστρωμα, κουβαλώντας και το δώρο, γνήσιο Μουράνο που έφερα από την Βενετία, για την γιορτή της Λένας σε δυο βδομάδες. Το πλοίο είναι γρήγορο, καλοτάξιδο αλλά, όπως φαίνεται από τις σκουριές στα σκαλοπάτια, η Blue Sea Lines δεν το φροντίζει άψογα. Πολύς κόσμος έχει μαζευτεί επάνω και πολλοί καπνίζουν, κάπου εκατόν τριάντα άτομα που δεν ενδιαφέρονται να εισπνεύσουν καθαρό τον αέρα της θάλασσας.
Η Σαντορίνη μοιάζει από μακριά σαν στραβοκομμένο γλυκό σοκολάτα γαρνιρισμένο άτεχνα με τρίμμα λευκό αμύγδαλο. Μέσα στην καλντέρα βρίσκονται δυο κρουαζιερόπλοια και αρκετά μικρότερα πλεούμενα. Το πλοίο μου δένει στον Αθηνιό, το κεντρικό λιμάνι, κι εγώ κατεβαίνω μαζί με πολλούς που ψάχνουν αγχωμένοι για μέσο μεταφοράς. Όπως έχουμε συνεννοηθεί, η Λένα θα με περιμένει μετά το εστιατόριο «Ο Καλόγερος» μάλλον με το αγαπημένο της κόκκινο Γιαρισάκι. Είναι σημαντικό να βρω το αυτοκίνητο γιατί την Λένα δεν την έχω δει τα τελευταία δέκα χρόνια που προωθούσα πωλήσεις στην Ιταλία, και δεν έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στις καλλιτεχνικές φωτογραφίες που ανεβαίνουν στο ίνσταγκραμ. Μπορεί να έχει πάρει παραπανίσια κιλά με τη δουλειά της στο μαγαζί. Στα εικοσιδύο της ήταν, χωρίς να υπερβάλλω, η πιο γοητευτική κοπέλα στην Περίσσα, κι αν δεν ήμουν κι εγώ ξεχωριστός δεν θα είχα την τύχη να γίνουμε ζευγάρι. Μεγάλη τύχη και όνειρο ζωής. Για να μπορέσουμε να ζήσουμε καλύτερα μαζί, είχαμε αποφασίσει να εργαστώ σε πολυεθνικές τόσα χρόνια!
Κόκκινο Yaris δεν βλέπω, αλλά μια γνώριμη ξανθιά με γαλανά μάτια και λιγνό κορμί βγαίνει από ένα δίχρωμο γκρι-μαύρο C-HR και με φιλάει ξαφνικά στο στόμα, όπως παλιά. «Καλώς όρισες, Νοάκο μου» λέει γλυκά. Είναι σίγουρα η αγαπημένη μου Λένα, η μόνη που με λέει έτσι, αλλά όχι τόσο όμορφη όσο θυμόμουν, ίσως είναι κουρασμένη. Τότε, βέβαια, άστραφταν τα νιάτα της από τον έρωτα. Σήμερα βλέπω μόνο ότι λάμπουν τα μάτια της από χαρά.
«Καλώς σε βρίσκω μωρό μου! Καινούργιο αμάξι;» της λέω. «Ναι, μιας εβδομάδας περίπου» μου απαντάει χαμογελώντας πλατιά.
Είμαι κι εγώ αρκετά χαρούμενος αλλά δυσκολεύομαι να επιβεβαιώσω αυτό που λένε, ότι η ομορφιά βρίσκεται στα μάτια αυτού που την βλέπει. Μπαίνουμε στο υβριδικό να πάμε στο σπίτι. Έχει πλούσιο καντράν και το μόνο που σκέφτομαι είναι ότι ο ηλεκτρικός κινητήρας είναι ήσυχος και δυνατός, ενώ κάποιος άλλος θα εξυμνούσε την όμορφη σχεδίαση με τα μπούμεραγκ παντού. Με λοξές ματιές στη Λένα που οδηγεί γρήγορα και προσεκτικά, προσπαθώ να βρω τι με είχε μαγέψει τότε.
«Δεν σου λείπει η αλλαγή των ταχυτήτων;» την ρωτάω. «Καθόλου! Συνήθισα αμέσως το αυτόματο κιβώτιο» μου λέει χαμογελώντας.
Δεν φαίνεται να έχει αλλάξει, τα κιλά της καμιά εξηνταριά, όσα τα θυμάμαι, η κόμμωση προσεγμένη με μερικές ατίθασες μπούκλες στο πλάι, το πρόσωπό της άψογο και περιποιημένο, αλλά όχι ακαταμάχητα ελκυστικό.
Υπάρχει μεταβολή στο τι μπορώ να θεωρήσω ωραίο, αφού ένα πρόσωπο που το ήξερα πανέμορφο δεν μου αρέσει τόσο, κι όλη αυτή την εβδομάδα, η κατάσταση εντείνεται και η ομορφιά χάνεται από το κάθε τι.
Δεν φαίνεται στην αρχιτεκτονική του διώροφου σπιτιού που φτάσαμε, με την φροντισμένη αυλή και την τοξωτή αυλόθυρα.
Λείπει από τα περίτεχνα πιάτα που σερβίρισε ο σεφ μας όταν ήρθαμε για φαγητό στο εστιατόριό μας.
Δεν έχει καμιά ιδιαιτερότητα το ηλιοβασίλεμα που βλέπουμε από τον Πύργο Καλλίστης κι ας φιλιόμαστε όπως παλιά ανάμεσα σε πολλά ερωτευμένα ζευγάρια.
Δεν ριγώ πια από τον ήχο της φωνής της Λένας που με ρωτάει διάφορα για τα σχέδιά μου. Της λέω ότι έχω αποφασίσει να μείνω στο νησί μαζί της, αν με θέλει. Είναι καταχαρούμενη, και μου το δείχνει με κάθε τρόπο. Κι αν το κορμί της είναι το ίδιο αγαλματένιο, όπως στα νιάτα μας, μου φαίνεται απόψε σαν να χάνει σε σύγκριση με όσα πολύ πρόσφατα ένιωσα να μου συμβαίνουν. Η ιδιαίτερη έλξη που μου εξασκούσε έχει εξασθενήσει.
Η ομορφιά της υπάρχει ίσως στη μνήμη μου, αλλά όχι στα μάτια μου. Και να δεις ότι, την ζημιά, μου την έχει κάνει η νέα αφεντικίνα!

Την περίμενα την Πρωτομαγιά στο Βυζαντινό Εστιατόριο πίνοντας κοκτέιλ, αλλά όταν ήρθε έφερε κρυφά ένα μπουκάλι κρασί για να συνοδέψουμε το φαγητό μας. Καλό ήταν, μεθυστικό, από τις πιο παλιές μάρκες που είχε επί αιώνες στα κελάρια η επιχείρηση, όπως μου είπε. Τα άλλα που είπαμε δεν τα θυμάμαι, πάντως ξύπνησα μεσημέρι γυμνός στο κρεβάτι του σπιτιού μου. Προσπάθησα τότε να σκεφτώ τι έγινε, και το μυαλό μου έφερνε κάποιες ρευστές εικόνες σαν από παραμύθι. Ένας μεγάλος χώρος σαν ναός στολισμένος και φωτεινός, μια απίστευτη ηρεμία και αυτοπεποίθηση να με γεμίζει, κι εγώ να εκφράζω τον θαυμασμό μου στην ιέρεια που με φιλούσε και με έγδυνε οδηγώντας με σε ένα κυκλικό κρεβάτι. Την βοήθησα να γδυθεί κι αυτή, με τρέλανε η απαλή της επιδερμίδα, και αφού τα χάδια και τα φιλιά είχαν καλύψει κάθε καμπύλη των κορμιών μας, με έπιασε από την ρίζα της ζωής και την έβαλε προσεκτικά μέσα της και τότε η σκέψη μου άνθισε σαν ηλιόλουστο λιβάδι και τα γλυκόλογά της ακούγονταν σαν κελάρυσμα ρυακιού. Δεν είχα πια τον έλεγχο του κορμιού μου, η μουσική των βογκητών μας ανέβαινε σε κρεσέντο, και όταν οι χυμοί μας ενώθηκαν έχασα τον κόσμο.
Το πρωί ξύπνησα καθώς αυτή με φιλούσε φεύγοντας, και νόμισα ότι είδα να τρεμουλιάζουν στην πλάτη της πολύχρωμες φτερούγες, η καθεμιά με δική της κίνηση όπως στις λιβελούλες. Πήγα να τις αγγίξω αλλά δεν υπήρχε κάτι εκεί. Νομίζω πως ψέλλισα «έχω παραισθήσεις». Δεν είπε τίποτα και σαν να χάθηκε οπισθοχωρώντας στο βάθος του δωματίου προς την έξοδο. Παραξενεμένος, δεν άκουσα την πόρτα να ανοιγοκλείνει, αλλά το μυαλό μου ξαναβυθίστηκε. Κοιμήθηκα λίγο ακόμη προτού ετοιμαστώ για το ταξίδι. Το μεσημέρι που σηκώθηκα, βεβαιώθηκα ότι είχαμε ακόμη Τετάρτη και ότι τα ονειρεύτηκα όλα αυτά γιατί η πόρτα του σπιτιού μου ήταν κλειδωμένη από μέσα.

Σήμερα σκέφτομαι πως θα ήθελα να είναι αλήθεια. Αυτό λοιπόν είναι το πρόβλημα, το κάτι που δεν πάει καλά! Το αρχαίο κρασί, δεν είναι απλό κρασί, αλλά περιέχει κάτι που με κάνει να σκέφτομαι με άλλη αισθητική. Και η νέα αφεντικίνα που το έφερε για να το πιούμε, μου έδειξε έτσι πως ήταν πολύ περισσότερο από διευθύντρια εταιρείας ποτών! Ποια σχέδια έχει;
Είμαι κι εγώ μέσα στα σχέδιά της; Είχαμε πει να συναντηθούμε το Σαββατοκύριακο και να που σηκώνομαι το πρωί με πρώτη σκέψη, όχι στη Λένα που κοιμάται πλάι μου, αλλά να τηλεφωνήσω στην κυρία Στελλαλούνα.
Μου είχε αφηγηθεί πόσο χάρηκε όταν το όνομά της έγινε παιδικό βιβλίο πριν από καμιά εικοσιπενταριά χρόνια. Της είχα πει ότι και το δικό μου εμφανίζεται σε διάφορους τίτλους, αλλά δεν μου έκανε μεγάλη εντύπωση, επειδή ο συνονόματος βασιλιάς Αλκίνοος της Οδύσσειας ήταν γνωστός επί αιώνες. Χαμογέλασε περίεργα όταν το είπα αυτό. Για εμπορικά θέματα, το πιο σημαντικό που είπαμε ήταν ότι η Σαντορίνη είναι πέρασμα για όλες τις φυλές του κόσμου και θα μπορούσαμε να προωθήσουμε τα κρασιά μας πιο αποτελεσματικά. Εγώ είχα την ιδέα ότι στο εστιατόριο ‘της Λένας’, της Λένας μου, σίγουρα θα πετύχαινα μια καλή προώθηση, τουλάχιστον του αρωματικού Ασύρτικου για τους ντόπιους και του γλυκόπιοτου Βινσάντο για τους περαστικούς. Ως πωλητής γνώριζα ότι η οινοποιία στο νησί μετρούσε 35 αιώνες παραγωγής, με μοναδικές γεύσεις λόγω του ηφαιστειακού κλίματος.
Της τηλεφώνησα και κανονίσαμε. Η Λένα είχε δουλειά, να παραλάβει πελάτες από τον Αθηνιό. Νοίκιασα ένα ασημί Astra από την Easy Car Rental, γιατί προτιμούσα τα Γερμανικά παρά την δεκαετία που πέρασα στην Ιταλία, πρόσεξα και σημειώσαμε ότι είχε ένα χτύπημα στην πίσω δεξιά πόρτα για να μην πληρώνω ζημιές άλλων, και πήγα στη Θήρα, στο εστιατόριο Αργώ, που φημιζόταν για τα πολύ καλά κοκτέιλ και ήταν κοντά στο Οινοποιείο. Κάθισα σε μια άκρη του εξώστη με τα λευκά έπιπλα, κοκτέιλ δεν πήρα, αλλά ζήτησα ένα ποτήρι Αηδάνι, μονοποικιλιακό λευκό ξηρό, από τις Αιγαιοπελαγίτικες γεύσεις που είχα επιθυμήσει, όσο έλειπα στο εξωτερικό. Κι εκεί που έπινα το δροσερό κρασί, προσπαθώντας να καταλάβω τι το ενδιαφέρον έβρισκαν οι άλλοι στην θέα της καλντέρας, είδα μια πάρα πολύ όμορφη κυρία, την αφεντικίνα μου, να βγαίνει στον εξώστη και να έρχεται προς εμένα.

Σφίγγεται κάτι μέσα μου επειδή με δυσαρεστεί η κατάσταση που βιώνω και  σίγουρα μου δυσκολεύει τη ζωή με τη Λένα.
Η γνώστρια των αρχαίων κρασιών με είχε παγιδέψει από την Πρωτομαγιά με κάποιο μαγικό φίλτρο για να βλέπω ομορφιά μόνο σ’ αυτήν. Και όλα τα άλλα που είχα νιώσει μαζί της σαν τόσο αληθινά, στην πραγματικότητα ήσαν ένα απατηλό όνειρο!
Καλύτερα να μην εκτεθώ!
«Καλημέρα κυρία Στελλαλούνα! Καλώς ήρθατε!»
«Δεν με περίμενες πολύ; Καλημέρα! Έχεις βολευτεί στο νησί;»
«Έχω μια γνωστή από παλιά και με φιλοξενεί. Σας έχω ήδη μιλήσει για το εστιατόριο ‘της Λένας’, στην Περίσσα».
«Ωραία! Θα χαρώ να την γνωρίσω. Εγώ μένω με τον άντρα μου τον Μάικλ, που δεν με αφήνει ποτέ μόνη μου. Μισό λεπτό τώρα, παρκάρει και έρχεται. Την Πρωτομαγιά δεν πρόλαβες να τον γνωρίσεις όταν ήρθε στο Χίλτον, γιατί είχες μάλλον ανακατέψει τα ποτά και σε πείραξε αμέσως το κρασί. Ευτυχώς όμως που ήρθε, γιατί βοήθησε να σε πάμε μέχρι το σπίτι σου».
«Αυτός με πήγε στο σπίτι;»
«Ναι. Σε αφήσαμε στην πόρτα σου και είπες ότι όλα είναι εντάξει».

Δεν το θυμόμουν αυτό! Κι όμως σίγουρα κάτι δεν είναι εντάξει! Αφού δεν έγιναν αυτά που νόμισα ότι έγιναν, γιατί εξακολουθώ να βλέπω την λαμπερή ομορφιά καθισμένη μπροστά μου;
Σκέφτηκα να την ρωτήσω, αλλά θα φαινόμουν πολύ ανόητος. Στο μεταξύ ήρθε ο Μάικλ. Συστηθήκαμε καλύτερα, ζήτησα συγνώμη για την ταλαιπωρία που τον έβαλα, είπε ότι δεν τον ενόχλησε τίποτε και να το ξεχάσω. Πήρανε κι αυτοί δυο ποτήρια δροσερό Αηδάνι.
Αλλά εγώ πώς να ξεχάσω; Η ζωή μου έχει αλλάξει με τρόπο ακατανόητο, γιατί αφενός νιώθω ότι έζησα κάτι, που όπως αποδείχτηκε είναι φαντασίωση, και αφετέρου βλέπω όλα τα πράγματα ανούσια με μια μοναδική ομορφιά στο μέσο τους.
Τουλάχιστον θα χαίρομαι κάθε φορά που την βλέπω!
Σαν να χαμογέλασε αδιόρατα μόλις το σκέφτηκα.

Καταστρώσαμε το πλάνο ενεργειών και προωθήσεων της εταιρείας μας για το επόμενο τρίμηνο και συμφωνήσαμε να βρεθούμε το βράδυ για φαγητό στο εστιατόριο ‘της Λένας’. Τους άφησα στην Αργώ να πίνουν το κρασάκι τους με θέα στην καλντέρα και έφυγα. Πήρα το Astra και κατευθύνθηκα προς την Περίσσα.
Στο δρόμο, κοντά στη Μεσσαριά, αισθάνομαι μια ηρεμία να με πλημμυρίζει και ένα χέρι να με αγκαλιάζει. Στο κάθισμα του συνοδηγού κάθεται η Στελλαλούνα! «Πώς το έκανες αυτό; Πώς ήξερες που θα είμαι;» την ρωτάω και μου λέει «Είναι πανεύκολο για όλες εμάς, που μας λέτε ξωθιές ή νεράιδες εδώ και χιλιάδες χρόνια. Έλα! Το ξέρω ότι έχεις δει τις φτερούγες μου! Ο Μάικλ δεν με αφήνει ποτέ, αλλά εγώ μπορώ να τον αφήνω όποτε θέλω και να πηγαίνω σε όποιον έχει πιεί από το ξωθιονέρι μου. Δεν στενοχωριέται ο Μάικλ, γιατί νομίζει πως είμαι ολόκληρη κοντά του. Δεν σου λέω ψέματα! Βάλε τώρα το αυτοκίνητο εδώ στο πάρκινγκ της τράπεζας, γιατί έχω επιθυμήσει να αγκαλιαστούμε ξανά. Κανείς δεν θα μας βλέπει αγαπημένε μου Νοάκο!».
Κάπως ξαφνιασμένος που το ήξερε αυτό, αλλά γεμάτος χαρούμενη προσμονή, άναψα το αριστερό φλας και, όπως έβαζα το αυτοκίνητο σε μια άκρη, σκέφτηκα «Άτυχη Λένα!»