Μανωλάς Εμμανουήλ, 06/07/2003
Ο Δρομέας
Έτρεχε σταθερά στον δεύτερο διάδρομο
προσπαθώντας να κρατήσει την εσωτερική του αρμονία.
Μικρά προσωρινά προσπεράσματα από συναθλητές,
που στριμώχνονταν στον πρώτο και στον δεύτερο διάδρομο
του έφερναν ιδέες, πολύ ενοχλητικές ιδέες…
…ιδέες, ότι μπορεί αυτήν τη φορά να μείνει πίσω…
…να μείνει πίσω και να χάσει την ολυμπιακή δόξα.
Ήταν σημαντική η καθεμιά συμμετοχή,
ήταν ευτυχία κάθε που έφτανε στον τερματισμό,
ήταν ανακούφιση όταν έφτανε στο τέρμα,
αλλά όταν κέρδιζε τους άλλους ήταν πολύ καλύτερα.
Πολύ καλύτερα! Εγωιστικό, αλλά αληθινό!
Η ζωή του άλλαζε γεμίζοντας από χαρά,
η ψυχή του φτερούγιζε. Σχεδόν δεν πατούσε κάτω.
Οι δικοί του το έβλεπαν και χαίρονταν.
Αυτός τους ένιωθε και χαιρόταν διπλά.
Όλη αυτή η προσπάθεια πριν από την νίκη,
η σκληρή προπόνηση, άξιζε σίγουρα.
Δεξιό βήμα και εισπνοή, αριστερό και δεξιό
και αριστερό, η εκπνοή με τρία βήματα,
πλησιάζοντας με αριστερόστροφη πορεία
ένα νήμα τερματισμού που απομακρυνόταν,
νόμιζες, όσο η κούραση μεγάλωνε.
Αυτό που έμαθε στις προπονήσεις,
ήταν ότι έπρεπε να πείθει τον εαυτό του,
ξανά και ξανά, βήμα το βήμα,
ότι το νήμα ήταν στη θέση του απ’ την αρχή
και τον περίμενε ακίνητο μέχρι το τέλος.
Μέσα στο στάδιο όπου ασίγαστα βοούσαν
οι χιλιάδες των ενθουσιασμένων θεατών,
άκουγε την ανάσα του σφυριχτή,
άκουγε και τις διπλανές ανάσες.
Στην αρχή του αγώνα ήταν τυχαίες,
όπως οι ήχοι που βγάζουν τα όργανα
όταν τα ρυθμίζουν οι μουσικοί της ορχήστρας,
αλλά εδώ και αρκετή ώρα έβγαιναν,
εξαναγκασμένες από τον κοινό στόχο,
σε συγχορδία. Συντονισμός!
Οι σταγόνες του αλμυρού ιδρώτα
κατέβαιναν με ανισοταχή κίνηση,
αργά, όταν βρισκόταν ολόκληρος στον αέρα,
γρήγορα, όταν έφτανε το πόδι στο έδαφος.
Άκουγε τον ήχο από τα παπούτσια,
όταν έμπηγαν στο ταρτάν τα δοντάκια τους,
κι αν φαινόταν στην αρχή τυχαία υπόκρουση,
είχε γίνει τώρα συναρπαστική παρόρμηση.
Ανέμιζε το φανελάκι πάνω του,
όπως το χτυπούσε ο άνεμος της πορείας του
με περίπου εικοσιπέντε χιλιόμετρα την ώρα,
ενώ η λύκρα έκανε ένα γλυκό θρόισμα
όπως τρίβονταν τα πόδια του στον καβάλο.
Ακριβώς αντίθετη ταλάντωση με τα γεννητικά του
εκτελούσε το μικρό χρυσό ζώδιο
που κρεμόταν με κοντή αλυσίδα από τον λαιμό του.
Ένα είδος χρήσιμου μετρονόμου,
για να ξέρεις αν η καρδιά σου χτυπάει κανονικά.
Έτρεχε σταθερά κρατώντας τον ρυθμό
και με κάθε βήμα του, δεξιά – αριστερά,
άλλαζε η προοπτική των γραμμών του διαδρόμου,
δεξιά – αριστερά, σαν χορδές σε όργανο
που έπαιζε την μουσική της νίκης, τον παιάνα.
Σαν να την άκουγε κιόλας αυτή την μουσική…
Ξεκινούσε σιγά και αβέβαια και,
όπως ξεκαθάριζε σήμερα η κατάσταση
για το ποιος θα διεκδικούσε την καθεμιά θέση
στο βάθρο της τελετής απονομής,
δυνάμωνε χωρίς να αλλάζει πολύ,
αυξανότανε η ένταση χωρίς να είναι αισθητή
η διαφορά αυτής της στιγμής από την προηγούμενη.
Σαν το Μπολερό του Μορίς Ραβέλ,
που είναι άσκηση για την πειθαρχία της ορχήστρας,
αλλά μέσα σε δεκαεφτάμισι λεφτά σηματοδοτεί
το νόημα της βαθμιαίας αύξησης της έντασης
με επανάληψη του μουσικού θέματος.
Τι ήταν αυτός ο αγώνας; Μια επανάληψη κινήσεων.
Βήμα το βήμα όμως άλλαζε η κατάσταση.
Έβλεπε μπροστά του τον διάδρομο
να έρχεται με ταχύτητα προς αυτόν,
να περνάει μονότονα από κάτω του,
(όπως ο ηλεκτρικός διάδρομος στο γυμναστήριο),
άλλαζε όμως η προοπτική του σταδίου
και αντιλαμβανόταν πως αναπόφευκτα
πλησίαζε στο τέλος κι αυτής της διαδρομής.
Αισθανόταν τους εξασκημένους μυώνες του,
φουσκώνοντας τα ρούχα από μέσα,
να προσπαθούν να αποδώσουν έργο
συνεργαζόμενοι κατά ομάδες.
Φρόντιζε να κρατάει χαλαρούς
όσους δεν χρειαζόταν να δουλέψουν, οπότε
τα μάγουλά του κινούνταν μια πάνω δυο κάτω
ανεξέλεγκτα. Στα χείλια του έφθανε ιδρώτας
και η γλώσσα του τον γευόταν αλμυρό.
Έτρεχε ανάμεσα σε ανθρώπους
που μύριζαν διαφορετικά από αυτόν
κι άλλαζαν τ’ αρώματα κι οι μυρωδιές,
(άλλες διαφημισμένες
και γνωστές,
άλλες αδιάφορες
έως ενοχλητικές),
όπως άλλαζε, βήμα το βήμα, κι η κατάταξη.
Άκουγε μέσ’ στο μυαλό του την μουσική του αγώνα του.
Το κύριο μέρος είχε παιχτεί και έμενε το δυνατό φινάλε.
Ήταν μια φανταστική μουσική, ή μήπως ήταν πραγματική;
Προσπάθησε να διακρίνει … και τότε άκουσε το καμπανάκι.
Η φωνή του κόσμου συγκεχυμένη μα πιο δυνατή,
σαν να συμμετείχαν στην προσπάθεια οι θεατές,
σαν να του έδιναν όλοι αυτοί κουράγιο
να βγάλει τις τελευταίες νότες άψογες,
όπως είχε κάνει μόνος στις προπονήσεις,
όπως τον είχαν θαυμάσει σε προηγούμενους αγώνες.
Πέρασε μόνος μπροστά στον πρώτο διάδρομο.
Όχι σολίστας, αφού έτρεχαν κοντά του και οι άλλοι άξιοι
συναθλητές,
αλλά μέχρι τώρα πρωταγωνιστής.
Ο βηματισμός πιο γρήγορος και τα χέρια βοηθούσαν να
διατηρείται
η ορμή και η ισορροπία.
Η ανάσα καυτή και σχεδόν χωρίς περιεχόμενο, σαν να μην
περιείχε
όσο οξυγόνο χρειαζόταν τώρα ο αθλητής.
Η καλογυμνασμένη καρδιά, πιο ογκώδης από ενός απλού
ανθρώπου,
αντλούσε με γρήγορο ρυθμό το αίμα.
Ο άνεμος σφύριζε στα αυτιά του, που προσπαθούσαν να
ακούσουν
πόσο κοντά του ήταν ο δεύτερος.
Ήταν πολύ κοντά.
Μάζεψε όσες αντοχές του είχαν απομείνει.
Δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο από την νίκη.
Μερικά βήματα ακόμη και θα είχε κάνει
το όνειρό του χειροπιαστή πραγματικότητα.
Το κορμί του ολόκληρο ποθούσε να πεταχτεί
μπροστά, πιο μπροστά, μπορούσε όμως;
Ο διάδρομος άλλαζε στα επόμενα λίγα μέτρα,
φαινόταν ριγωτός. Ο κόσμος όλος είχε γίνει μια βουή.
Πέρασε μόνος τις άσπρες γραμμές και ήξερε
ότι ο δικός του εθνικός ύμνος θα ακουγόταν.
Ελάττωσε την ταχύτητά του και είδε όλους αυτούς
που ξεφώνιζαν και χειρονομούσαν και χαμογελούσαν
και κάτι του έλεγαν. Κάποιος του έδωσε μια σημαία,
την έριξε πάνω του και συνέχισε να περπατάει αργά
χαιρετώντας τα πλήθη που αντιχαιρετούσαν,
βρίσκοντας σιγά - σιγά την κανονική του ανάσα.
Ένας κύριος με μικρόφωνο και ένας άλλος με κάμερα τον
πλησίασαν.
«Πώς αισθάνεστε;», τον ρώτησε αυτός με την πράσινη μπλούζα.
«Καλά. Λίγο ζαλισμένος», απάντησε προσπαθώντας ταυτόχρονα να
καταλάβει πού βρισκόταν. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι στο κέντρο ενός
δωματίου με πολλά φώτα. Η πλάτη του ήταν ιδρωμένη και κολλούσε στο σεντόνι. Η
αναπνοή του ήταν σχετικά γρήγορη. Μια φούντωση επικρατούσε στο μυαλό του. Τα
χέρια του ήταν δεμένα με λουριά στο πλάι.
Για έναν περίεργο λόγο
δεν αισθανόταν τα πόδια του.
Πριν προλάβει να
μιλήσει, ο χειρούργος του είπε: «Είναι
πολύ φυσικό, με κάθε επέμβαση εμφύτευσης συμβαίνει αυτό. Μην ανησυχείτε καθόλου.
Είναι εντελώς παροδικό. Πάντως θα ήθελα να σας συγχαρώ για την επιλογή του θέματος».
Κοίταξε γύρω του.
Αυτός με την πράσινη
μπλούζα, μάλλον χειρούργος, που είχε μιλήσει,
άλλος ένας με πράσινη
μπλούζα που έκλεινε τις στρόφιγγες σε δυο φιάλες,
τρεις νοσοκόμες που
μάζευαν τα εργαλεία
και στη γυάλινη πόρτα
μια επιγραφή…
Και τότε θυμήθηκε τα πάντα, και το παιδικό του δυστύχημα και την αναπότρεπτη αναπηρία και τις μετακινήσεις με αμαξίδιο που κάποιος έπρεπε να σπρώχνει.
Αλλά και την πρόσφατη
καταπληκτική πρόοδο της επιστήμης στην εμφύτευση αναμνήσεων.
Είχε νικήσει!
Η εμφυτευμένη ανάμνηση
της ολυμπιακής νίκης δεν θα άφηνε ποτέ ξανά την πραγματικότητα να τον
στενοχωρήσει._
(Το
διήγημα «Ο Δρομέας» περιλήφθηκε στην ανθολογία «Ολυμπιακοί Αγώνες και Φανταστικό», εκδόσεις Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων,
2005).